Η ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΟΙΜΙΖΕΙ
(ξαπλωμένο πάνω σε απαλά, μεταξένια σεντόνια)
Δεύτερο μέρος

"Ποια είσαι, τι θέλεις από μένα;", ρώτησε ο γέρο μάγος.

"Δεν με ξέρεις γιατί δε με γνώρισες ποτέ στη ζωή σου", του απάντησε το κορίτσι. "Με λένε αγάπη και με θυμάσαι σαν εικόνα γιατί πολλές φορές χτύπησα την πόρτα της καρδιάς σου. Ποτέ όμως δεν μου άνοιξες. Και παραξενεύομαι πολύ επειδή είσαι μάγος. Έχεις καλή καρδιά. Έχω προσέξει όλον αυτό τον καιρό που σε συναντάω ότι ξέρεις να κερδίζεις την αγάπη των παιδιών. Αυτή είναι και η δυσκολότερη που υπάρχει. Αλλά, πώς δε μπόρεσες ποτέ να μαντέψεις την ύπαρξή μου και να δεχτείς όλα όσα έφερνα για σένα;".

"Μικρή μου Λούτα ή Αγάπη αν σου αρέσει καλύτερα, όλη μου τη ζωή την πέρασα σε αυτό το δάσος που με γνώρισες. Το μόνο που έμαθα ήταν να κάνω μάγια. Αυτά μου ζητούσαν κι αυτά τους έδινα. Μόνο που εγώ τα χάριζα σε όποιον τα χρειαζόταν. Εσύ ερχόσουν πάντα για να δανείσεις. Κι επειδή δεν ήθελα δανεικά άφησες όλο τον κόσμο να με φοβάται και να με αποφεύγει. Μόνο με τα παιδιά δεν μπόρεσες να το πετύχεις αυτό. Γιατί τα παιδιά δεν ξέρουν από δανεικά. Όλα τα χαρίζουν και όλα περιμένουν να τους τα χαρίσουν. Κι αφού δε μπόρεσες να με κάνεις να σου χρωστάω, αποφάσισες να τρυπώσεις ανάμεσά τους μήπως και καταφέρεις να σε δεχτώ έστω και σαν χάρισμα. Το ύστατο δώρο στο τελευταίο κεφάλαιο της ζωής μου. Βλέπεις ότι ακόμα μπορώ να διατηρώ τις μαγικές μου ικανότητες και είμαι σε θέση να διακρίνω ως εκεί που δεν φτάνει το βλέμμα των άλλων ανθρώπων. Εσύ όμως μικρή μου μάγισσα ανήκεις αλλού. Δεν είσαι ταγμένη να δίνεις και να δίνεσαι. Η πραγματική σου αποστολή είναι να παίρνεις όσα περισσότερα μπορέσεις από τον καθένα. Δεν είσαι άλλο από ένα τρομαγμένο πλάσμα που φοβάται να δώσει ό,τι αξίζει να χαρίζεται. Φοβάσαι μη τα χάσεις οριστικά αν τα χαρίσεις. Με μένα ίσως έκανες εξαίρεση γιατί πληγώθηκε ο εγωισμός σου. Πού ακούστηκε να σου δανείζει η ίδια η αγάπη κι εσύ να αρνείσαι την προσφορά; Πάει καιρός που σε κοιτούσα στα μάτια και προσπαθούσα να θυμηθώ πού σε είχα ξαναδεί. Μα τα κατάφερα στο τέλος. Η γεροντική μου μνήμη αποφάσισε να με βοηθήσει για τελευταία φορά. Είσαι η αγαπημένη του μεγαλύτερου μάγου που υπάρχει στον κόσμο. Του έρωτα. Και είναι γνωστό πια το παιχνίδι που παίζετε μεταξύ σας. Κάθε φορά που θέλεις να τον κάνεις να ζηλέψει, δανείζεις την αγάπη σου σε κάποιον και μόλις πετύχεις το σκοπό σου, ευχαριστημένη επιστρέφεις στην αγκαλιά αυτού που αγαπάς. Δεν μένετε μαζί. Αυτός ζει στα σύννεφα κι εσύ γυρίζεις από πολιτεία σε πολιτεία. Αλλά όποτε βρεθείτε οι δυο σας μετράτε θύματα γελώντας με τα κατορθώματά σας. Κι ύστερα εκείνος σε στέλνει να ζητήσεις πίσω τα δανεικά. Μα η αγάπη που έχεις μέσα σου από τον πατέρα σου τον Μέγα Ένα δεν είναι αυτή που μοιράζεις εσύ με κουπόνια και με γραμμάτια, περιμένοντας να έρθει η ημερομηνία της λήξης τους. Είναι κάτι άλλο. Είναι μια πηγή που αναβλύζει και πρέπει να αφήνεις ελεύθερα να ξεδιψάνε οι άνθρωποι γύρω σου. Χάρισε τα δώρα σου και γίνε αντάξια της αποστολής σου. Όταν μάθουν οι άνθρωποι να αγαπάνε χωρίς τη βοήθειά σου δεν θα σου προσφέρουν τίποτα πια τα γαλανά σου μάτια και τα πανέμορφα ξανθά σου μαλλιά. Γίνε η πραγματική κόρη των εποχών και θα δεις πως όλα όσα χάρισες θα σου επιστραφούν χωρίς να τα ζητήσεις. Αυτά είχα να σου πω και τώρα επιστρέφω στο δάσος μου. Δεν θα ξανακούσεις από το στόμα μου ιστορίες, αυτή ήταν η τελευταία. Εύχομαι να σου κάνει καλό".

Ο μάγος Μπεθ γύρισε προς τη σκάλα που επέστρεφε στη γη και βάλθηκε να κατεβαίνει τα σκαλιά της. Το κορίτσι τον παρακολουθούσε αμίλητο αλλά κάτι πάνω της είχε αλλάξει. Τα μαλλιά της δεν ανάδυαν εκείνη τη θεσπέσια μυρωδιά και το βλέμμα της είχε αρχίσει να θαμπώνει. Έμοιαζε σα να μεγάλωνε σε ηλικία απότομα, σα να γινόταν ώριμη γυναίκα.

...Πέρασαν χρόνια από τότε και κανείς δεν άκουσε τίποτα για τον μάγο Μπεθ. Κάποιοι μόνο είπαν πως τον είχαν δει στο ψηλότερο σημείο του βουνού που άρχιζε πίσω από το δάσος. Στεκόταν αμίλητος για ώρες και κοιτούσε προς τα σύννεφα. Κάποιες φορές άρχιζε μόνος του να διηγείται παράξενες ιστορίες στα πουλιά που μαζεύονταν τριγύρω του και, το πιο περίεργο, πάνω από το κεφάλι του όσην ώρα μιλούσε, είχε χαμηλώσει ένα σύννεφο στο οποίο καθόταν ένα κατάξανθο κοριτσάκι με γαλανά μάτια. Και παντού απλωνόταν μια μυρωδιά σαν της θάλασσας, ανακατεμένης με αρώματα της άνοιξης, του καλοκαιριού, του φθινοπώρου και του χειμώνα...
5 Φεβρουαρίου 2000
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΜΙΑ ΚΙΤΡΙΝΗ ΚΟΡΔΕΛΑ
1