Ο Αδαμάντιος Κρασανάκης, υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού, στην προσπάθειά του να αναιρέσει τη συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου, γράφει στην ιστοσελίδα του : «τα ονόματα δεν δίδονται τυχαία ή συμβατικά, [...] αλλά με αιτιολογική συσχέτιση».
Και μόνο από αυτήν τη διατύπωση, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Α.Κ. δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς διδάσκει η γλωσσολογία. Ο Saussure (1979: 100) τονίζει: «το γλωσσικό σημείο ενώνει όχι ένα πράγμα και ένα όνομα, αλλά μια ιδέα και μια ακουστική εικόνα». Ο Saussure δηλ. δεν ασχολείται με την εξωτερική σχέση δηλώσεως, που ενώνει συνολικά το γλωσσικό σημείο με το αντίστοιχο αντικείμενο αναφοράς, αλλά με την εσωτερική σχέση σημάνσεως, που συνδέει το σημαινόμενο με το σημαίνον του γλωσσικού σημείου, πιο απλά τη σημασία με τη μορφή της λέξης. Επομένως, ο Α.Κ. ατυχώς κάνει λόγο για «ονόματα που δεν δίδονται τυχαία ή συμβατικά». Δεν μας απασχολεί η εξωτερική σχέση μεταξύ της ονομασίας και του δηλούμενου αντικειμένου. Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Ο Α.Κ. είναι εκτός θέματος.
Συνεχίζει ο Α.Κ.: «η ονομασία βους ( > βόδι κ.ά.) σημαίνει κάτι, ζώο που βγάζει τη φωνή βου.. απ’ όπου και το όνομά του (ηχοποιητική λέξη), άρα είναι λογικό να ονομάζεται έτσι το ζώο που βγάζει τη φωνή αυτή και εντελώς παράλογο, αν ονομάζαμε κάποιο άλλο ζώο ή έναν άνθρωπο». Είναι απορίας άξιο πώς είναι τόσο βέβαιος ότι η συγκεκριμένη λέξη είναι ηχομιμητική.
Κατ’ αρχήν, στις ηχομιμητικές λέξεις έχουμε αφιερώσει ειδικό κεφάλαιο, το Α' 2.2.. Εκεί σημειώνουμε: «γενικά [...] η συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου δεν αναιρείται από την ύπαρξη ηχομιμητικών και επιφωνηματικών στοιχείων, όπως είναι, π.χ., τα γαβγίζω, βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ, ε ;, εε…, μπα κ.λπ. Μερικά από αυτά, μολονότι λειτουργούν ως σύμβολα, ως στοιχεία δηλ. που εμφανίζουν φυσική και όχι αιτιακή σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος, δεν αντικρούουν τον εν γένει συμβατικό χαρακτήρα του σημείου για τους ακόλουθους λόγους (Saussure 1979: 103- 104): α) τα εν λόγω στοιχεία αντιπροσωπεύουν έναν πολύ μικρό αριθμό λέξεων σε σχέση με τον λεξιλογικό πλούτο που μπορεί να διαθέτει μια γλώσσα. Ο αριθμός τους μάλιστα γίνεται ακόμη μικρότερος, εφόσον η επιστημονική ετυμολογία αποκαλύπτει ότι ορισμένες λέξεις δεν είναι στην πραγματικότητα ηχομιμητικές, όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς: το αρχ. κρατήρ, π.χ., συνδέεται με το ρ. κεράννυμι “αναμειγνύω”, ενώ το γαλλ. glas προέρχεται από το λατ. classicum “σάλπιγγα”· β) οι λέξεις αυτές δεν έχουν χάσει πλήρως τον συμβατικό τους χαρακτήρα, πράγμα που αποδεικνύεται από την ποικιλία που εμφανίζουν σε διάφορες γλώσσες: π.χ. το ελλην. γαβγίζω αντιστοιχεί στο γαλλ. aboyer. Η απόδοση της φωνής των ζώων, άλλωστε, είναι κατ’ ανάγκην εν μέρει συμβατική: το αριστοφανικό βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ, για παράδειγμα, αποδίδει μόνο αδρομερώς τη φωνή του βατράχου (Χατζιδάκις 19242: 92- 93), αφού άλλωστε δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Επίσης, το επιφώνημα ε ; της Ελληνικής, με το οποίο κάποιος ρωτάει τον συνομιλητή του, όταν δεν άκουσε κάτι, είναι αντίστοιχο με το αγγλ. huh?, ενώ το ελλην. εε…, που δηλώνει δισταγμό, στην Αγγλική είναι hm… Τέλος, το μπα, που εκφράζει εμφατική άρνηση στην Ελληνική, αντιστοιχεί στο αγγλ. nah· γ) οι ηχομιμητικές λέξεις και τα επιφωνήματα αποτελούν δευτερεύοντα στοιχεία, που δεν παίζουν σπουδαίο ρόλο στα πλαίσια του συστήματος μιας γλώσσας».
Ο Α.Κ. γράφει: «βέβαια πολλά ονόματα λένε ετυμολογικά κάτι το διαφορετικό απ’ ό,τι είναι πράγματι το σημαινόμενό τους. Λέμε π.χ. “ο κ. Μαύρος” και όμως είναι “λευκός” [...]. Ωστόσο στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε κυριολεξία, αλλά είτε όνομα επίθετο είτε όνομα μεταφορά (κοσμητικό, μνημονικό κ.τ.λ. όνομα), άρα όχι αυθαιρεσία στη σχέση ονόματος και σημαινόμενου [...] Είπαμε, επίσης, κάποτε κάποιον κύριο “Μαύρο” (Δ. Μαύρος), γιατί ήταν μελαψός. Σήμερα λέμε κάποιον απόγονό του “Μαύρο” (Γ. Δ. Μαύρος), γιατί έτσι έλεγαν τον πατέρα του σε ανάμνηση-διάκριση».
Και πάλι η διατύπωση που χρησιμοποιεί ο Α.Κ. αποκαλύπτει ότι δεν έχει ξεκαθαρίσει ορισμένες βασικές έννοιες. Γράφει ο Α.Κ. ότι πολλά ονόματα διαφέρουν ετυμολογικά από “το σημαινόμενό τους”. Ο Α.Κ. δεν έχει καταλάβει πώς ορίζεται το σημαινόμενο στη γλωσσολογία και χρησιμοποιεί τη λέξη αυτήν, για να αναφερθεί προφανώς στο αντικείμενο αναφοράς. Το σημαινόμενο είναι η γνώση για τη σημασία μιας λέξης (ενώ το σημαίνον η γνώση για τη φωνολογική της έκφραση). Το σημαινόμενο δηλ. είναι εσωτερικό στοιχείο. Απεναντίας, το αντικείμενο αναφοράς αποτελεί οντότητα του εξωγλωσσικού κόσμου, δηλ. είναι εξωτερικό στοιχείο. Στο παράδειγμα του Α.Κ., αντικείμενο αναφοράς είναι ο ίδιος ο κ. Μαύρος. Το πρόσωπο αυτό, επομένως, δεν είναι ...το σημαινόμενο.
Η γλωσσολογία δεν διδάσκει αυτό που έχει καταλάβει ο Α.Κ. Οι γλωσσολόγοι δεν ισχυρίζονται ότι δεν έχει αιτιακή σχέση το όνομα Μαύρος με το συγκεκριμένο πρόσωπο που το φέρει. Προφανώς, το όνομα αυτό κάπως δικαιολογείται. Προφανώς, δεν δόθηκε τυχαία σε κάποιον πρόγονο του κ. Μαύρου. Δεν μας απασχολεί, όμως, αυτό το θέμα. Εμείς λέμε κάτι άλλο: ότι δεν συνδέεται αιτιακά π.χ. η σημασία «μαύρος» και τα συγκεκριμένα φωνήματα που χρησιμεύουν για τη δήλωσή της.
Στο παραπάνω χωρίο, ο Α.Κ. συμπεραίνει ότι δεν υπάρχει αυθαιρεσία στη σχέση «ονόματος και σημαινομένου». Η διατύπωση αυτή αποτελεί άλλη μία απόδειξη ότι δεν έχει καταλάβει τι λένε οι γλωσσολόγοι. Πρώτον, το σημαινόμενο είναι διαφορετικό από το αντικείμενο αναφοράς. Και, δεύτερον, δεν μας απασχολεί η σχέση ονομάτων- αντικειμένων αναφοράς. Μας ενδιαφέρει η σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος στο εσωτερικό του γλωσσικού σημείου.
Μερικές απαντήσεις για διάφορα σχόλια ενός κυρίου (του Φειδία Ν. Μπουρλά) που αυτοαποκαλείται εθνικιστής και επιτίθεται σε γλωσσολόγους μέσω ενός διαδικτυακού χώρου (φυσικά, κρυμμένος στην ανωνυμία, δηλ. εκ του ασφαλούς...).
Δεν επικαλούμαστε τον Saussure, για να «καθαρίσουμε», αλλά για να διορθώσουμε τους «αρχαιολάτρες» οι οποίοι αποδεδειγμένα τον παρερμηνεύουν – βλ. τα προαναφερθέντα για τον Κρασανάκη, αλλά και τις απαντήσεις που είχαν δοθεί παλαιότερα στον Τζαφερόπουλο.
Οι γλωσσολόγοι, τουλάχιστον όσοι γράφουν σε αυτήν τη σελίδα, δεν υποστηρίζουν κάτι το «προοδευτικό» ούτε αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί». Συμβαίνει μάλιστα να μην ανήκουν όλοι στον ίδιο ιδεολογικό χώρο. Γενικά, όμως, οι όποιες συζητήσεις αφορούν κυρίως σε θέματα γλώσσας. Αυτό είναι το γενικό θέμα της σελίδας. Και ο σκοπός της είναι η ανασκευή των ισχυρισμών που έχουν προβάλει για θέματα γλώσσας οι «αρχαιολάτρες». Δεν εισηγούμαστε τίποτε το «προοδευτικό», έτσι γενικά και αόριστα.
Ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς γράφει (δικά του τα έντονα γράμματα): «θα έχετε ακούσει πολλά για το εγγενές νόημα των Ελληνίδων λέξεων· άλλα σοβαρά και άλλα... ουφολογικού τύπου». Δεν είναι σαφές ποια είναι τα σοβαρά που έχουν ειπωθεί «για το εγγενές νόημα των Ελληνίδων λέξεων». Το βέβαιο είναι ότι τα μη σοβαρά δεν είναι μόνο τα «ουφολογικού τύπου». Για παράδειγμα, έχουμε ασκήσει κριτική σε ισχυρισμούς «για το εγγενές νόημα των ελληνικών λέξεων» οι οποίοι δεν είναι «ουφολογικοί», αλλά ούτε και σοβαροί.
Ο Φειδίας Μπουρλάς συνεχίζει: «μερικά από αυτά είναι πράγματι ό,τι πρέπει για τις διασκεδαστικές μεταμεσονύκτιες εκπομπές του Χαρδαβέλλα· και δυστυχώς δίνουν εύκολο πάτημα στους “προοδευτικούς” (αν και πίσω από τις επιφανειακές τερατολογίες υπάρχει ενίοτε κάτι ουσιώδες...)». Κατ’ αρχήν, εμείς εδώ δεν αναιρούμε μόνο τα τερατώδη, αλλά και αυτά που εκ πρώτης όψεως βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση. Και δεν έχουμε ανάγκη από «εύκολα πατήματα». Όσο για το «ουσιώδες» που κρύβουν οι τερατολογίες, δεν αναφέρεται παράδειγμα.
Δεν είναι σαφές το περιεχόμενο που δίνει ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς στη λ. νεογλωσσολόγοι. Τα ειρωνικά σχόλια (π.χ. «οι “προοδευτικοί” νεογλωσσολόγοι», «“κατατροπώνουν” τους “αδαείς εθνικιστές”», «ο “προοδευτικός”... εθνικιστοφάγος», «η ημετέρα ταπεινότης») δεν έχουν κανένα νόημα, εφόσον δεν είναι ικανά να αναιρέσουν το γεγονός ότι οι εθνικιστές είναι πράγματι αδαείς σε θέματα γλώσσας. Αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν αλλάζει με ειρωνικά σχόλια. Και κανέναν δεν χαρακτηρίσαμε ταπεινό. Εφόσον όμως ασχολείται με θέματα που δεν κατέχει, όπως ο Αδαμάντιος Κρασανάκης, ο Απόστολος Τζαφερόπουλος ή ο Άδωνις Γεωργιάδης, θα υφίσταται την κριτική.
Γράφουμε στο κυρίως κείμενο της ιστοσελίδας: «δύο βασικές αρχές της γλωσσολογίας διαφοροποιούν το προεπιστημονικό από το επιστημονικό στάδιο στην ετυμολογική έρευνα των λέξεων». Και ο Φειδίας Μπουρλάς σχολιάζει: «Βολική γενίκευση: Προκαταβολικά χαρακτηρίζει “προεπιστημονικό” οτιδήποτε προφανώς αντιτίθεται στις “επιστημονικές” απόψεις του». Απάντηση: τίποτε το ...βολικό και καμία γενίκευση. Στα πλαίσια της διαχρονικής θεώρησης της ετυμολογίας, διακρίνονται δύο στάδια, το προεπιστημονικό και το επιστημονικό. Αυτά είναι τα θέματα των σχετικών υποκεφαλαίων, επομένως δεν είναι δυνατόν να μη χρησιμοποιηθούν οι λ. προεπιστημονικό και επιστημονικό. Και κανείς δεν χαρακτηρίζει προεπιστημονικό οτιδήποτε έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις του. Οποιοσδήποτε γλωσσολόγος, με στοιχειώδεις επιστημονικές γνώσεις, μπορεί να διαβεβαιώσει ότι οι περισσότερες ετυμολογήσεις του πλατωνικού Κρατύλου και άλλων αρχαίων κειμένων δεν είναι έγκυρες. Άρα, οι ετυμολογήσεις αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με τις «απόψεις» ενός συγκεκριμένου προσώπου. Δεν είναι υποκειμενικό το θέμα. Επίσης, τα εισαγωγικά στη λ. επιστημονικές δεν έχουν κανένα νόημα. Είναι πολύ βολικό για κάποιον με την προσθήκη εισαγωγικών στη λ. επιστημονικές να «αναιρεί» επιχειρήματα. Δυστυχώς γι' αυτόν όμως, τα εισαγωγικά στη λ. επιστημονικές (απόψεις) δεν είναι αρκετά.
Ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς αναρωτιέται αν τα λεγόμενα για το προεπιστημονικό στάδιο στην ετυμολογική έρευνα των λέξεων ισχύουν «όσον αφορά [...] και γενικώς την κεντρική ιδέα του “Κρατύλου”, την σχέση λόγου και φύσεως». Εδώ παραπέμπουμε στα όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με την εσωτερική σχέση σημάνσεως, δηλ. τη σχέση μεταξύ σημαινομένου και σημαίνοντος. Γι’ αυτήν τη σχέση γίνεται λόγος από τον Saussure. Αυτή μας ενδιαφέρει. Η κεντρική ιδέα του Κρατύλου και ο ίδιος ο πλατωνικός διάλογος έχουν γενικότερη, φιλοσοφική αξία.
Ο Φειδίας Μπουρλάς κάνει λόγο για «απόψεις των τσουβαλιασμένων αδιακρίτως “αρχαιολατρών”, κατά των οποίων αδιακρίτως εξαπολύονται κατάρες». Κανείς δεν είπε ότι οι «αρχαιολάτρες» δεν διακρίνονται μεταξύ τους. Και μάλιστα στη σελίδα ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ "ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΕΣ" τονίζεται από έναν διαδικτυακό φίλο ακριβώς αυτό, ότι δηλ. διαιρούνται σε υπο-ομάδες. Το πρώτο κείμενο της επιμέρους αυτής σελίδας αρχίζει ως εξής: «Oι “αρχαιολάτρες”: δεν είναι μόνο ένα είδος. Είναι πολλές ομάδες, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες». Επομένως, δεν «τσουβαλιάζονται αδιακρίτως». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν τους αναγνωρίζονται και κοινά στοιχεία, που είναι υπαρκτά, π.χ. η απόκλιση από τη γλωσσική επιστήμη. Όσο για τις «κατάρες», άλλη μία βολική λέξη την οποία χρησιμοποιεί ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς, προφανώς επειδή δεν μπορεί να αναιρέσει τα γλωσσολογικά επιχειρήματα με τα οποία αποδεικνύεται αντιεπιστημονική η μέθοδος των «αρχαιολατρών». Τον βολεύει, λοιπόν, να χαρακτηρίσει τα επιχειρήματα των γλωσσολόγων «κατάρες». Από εκεί και πέρα, οι απαντήσεις στους «αρχαιολάτρες» είναι πράγματι μαχητικές. Αλλά περιλαμβάνουν και επιχειρήματα.
Στο κυρίως κείμενο της ιστοσελίδας παραθέτουμε την πρώτη βασική αρχή της επιστημονικής ετυμολογίας, «αυτή που ορίζει ότι η σχέση ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή μιας λέξης είναι συμβατική». Και ο Φειδίας Μπουρλάς σχολιάζει: «ανακρίβεια: Δεν είναι η άποψη της γλωσσολογίας· είναι μία, βασική βεβαίως, γλωσσολογική προσέγγιση, σε αντιδιαστολή με άλλες, εξίσου επιστημονικές, όπως οι νατουραλιστικές και γνωσιολογικές προσεγγίσεις. Και ούτε αφορά ολόκληρο το ζήτημα της σχέσεως λόγου και φύσεως». Απάντηση: η θέση ότι το περιεχόμενο και η μορφή μιας λέξης έχουν μεταξύ τους συμβατική σχέση αποτελεί πράγματι την άποψη της γλωσσολογίας. Κανείς γλωσσολόγος δεν διδάσκει ότι η σχέση αυτή είναι φυσική. Άλλωστε, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος είναι φυσική. Οι άλλες (μάλλον διεπιστημονικές) προσεγγίσεις δεν αναιρούν το γεγονός ότι η συμβατικότητα της σχέσης σημαινομένου- σημαίνοντος αποτελεί την άποψη της γλωσσολογίας. Τέλος, είπαμε ποια είναι η γλωσσολογική προσέγγιση του θέματος (βλ. τα προαναφερθέντα για την εσωτερική σχέση σημάνσεως).
O Φειδίας Ν. Μπουρλάς ανέτρεξε σε μια ιστοσελίδα όπου γίνεται λόγος για το γλωσσικό σημείο. Φυσικά, δεν είναι σε θέση να καταλάβει τις «νατουραλιστικές και γνωσιολογικές προσεγγίσεις» για τις οποίες κάνει λόγο. Στην ίδια την ιστοσελίδα όπου παραπέμπει, αναφέρονται τα εξής (δικά μου τα έντονα γράμματα): «αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί ούτε ένα παράδειγμα λέξης η οποία να έχει κάποιο φυσικό δεσμό με το αντικείμενο που συμβολίζει. Θα μπορούσε κανείς να εξαιρέσει την ονοματοποιία, παρόλο που είναι συζητήσιμο κατά πόσο οι λέξεις που υποτίθεται αποτελούν μίμηση φυσικών ήχων τούς μιμούνται πραγματικά». Επίσης: «η κριτική αυτή [ενν. η μαρξιστική] δεν αναφερόταν [...] στη σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο, όπως τα προσδιόριζε ο de Saussure, αλλά στη σχέση ανάμεσα στο σημείο και την αντικειμενική πραγματικότητα. Ούτε όμως η ανάλυση του Benveniste αναφέρεται στο είδος της αυθαιρεσίας που προσδιόρισε ο de Saussure». Ακόμη: «τόσο ο de Saussure, όσο και ο Benveniste είχαν δίκιο, για τον απλούστατο λόγο ότι έβλεπαν το ίδιο πράγμα από διαφορετική οπτική γωνία».
Ο Φειδίας Μπουρλάς, αφού παραπέμπει στην ανωτέρω ιστοσελίδα, συμπεραίνει: «Κριτική επιδέχεται και ο de Saussure, λοιπόν». Απάντηση: και βέβαια επιδέχεται κριτική. Είναι γνωστό ότι βασικές θέσεις του Saussure έχουν τροφοδοτήσει συζητήσεις. Στον ίδιον, όμως, τον Ελβετό ανήκει μια χαρακτηριστική ρήση: «συχνά είναι ευκολότερο να ανακαλύψεις μιαν αλήθεια από το να βρεις τη σωστή της θέση». Ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς έκανε το πιο εύκολο: ανακάλυψε σε κάποια ιστοσελίδα μιαν αλήθεια (την κριτική που έχει ασκηθεί στον Saussure). Δεν κατάφερε, όμως, να κάνει το λιγότερο εύκολο: να βρει τη σωστή θέση αυτής της αλήθειας. Με άλλα λόγια, οι «νατουραλιστικές και γνωσιολογικές προσεγγίσεις» δεν έχουν καμία σχέση με τη συζήτηση που γίνεται μεταξύ γλωσσολόγων και «αρχαιολατρών» για θέματα γλώσσας. Οι «νατουραλιστικές και γνωσιολογικές προσεγγίσεις» δεν μπορούν να δώσουν επιχειρήματα στους «αρχαιολάτρες». Ακόμη κι αν «κατατροπωθεί» o Saussure, οι ισχυρισμοί των «αρχαιολατρών» παραμένουν αντιεπιστημονικοί. Για παράδειγμα, ακόμη κι αν μπορούσε να αποδειχθεί η φυσική σχέση των μερών του γλωσσικού σημείου, η άποψη του Τζαφερόπουλου ότι η Ελληνική είναι η μοναδική γλώσσα στον κόσμο με φυσική σχέση σημασίας- μορφής των λέξεων εξακολουθεί να είναι πέρα για πέρα αντιεπιστημονική. Ακόμη κι αν μπορούσαν να αναιρεθούν πλήρως τα διδάγματα του Saussure, με αποδείξεις για τη φυσική σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος, αυτός ο φυσικός δεσμός θα ίσχυε για όλες τις γλώσσες του κόσμου και όχι βεβαίως μόνο για την Ελληνική... Άρα, καλό είναι να ξέρουμε τι λέμε και γιατί το λέμε. Όχι να παπαγαλίζουμε (χωρίς φυσικά να τις καταλαβαίνουμε) τις κριτικές στον Saussure, νομίζοντας ότι κάτι πετύχαμε. Οι «νατουραλιστικές και γνωσιολογικές προσεγγίσεις» στη θεωρία του γλωσσικού σημείου δεν δικαιώνουν τους «αρχαιολάτρες»!
Στο κυρίως κείμενο της ιστοσελίδας παραθέτουμε και τη δεύτερη βασική αρχή της επιστημονικής ετυμολογίας, «αυτή που ορίζει ότι οι γλωσσικές μεταβολές δεν έχουν συμπτωματικό χαρακτήρα, αλλά βασίζονται σε φωνολογικούς νόμους». Και ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς κάνει το ακόλουθο σχόλιο για τις δύο βασικές αρχές, (α) και (β): «αντίφαση: Το (β) ορθόν μεν, αντιβαίνει στο (α) δε». Απάντηση: Kαμία αντίφαση. Το (β) δεν αναιρεί το (α). Η αρχή ότι «οι γλωσσικές μεταβολές δεν έχουν συμπτωματικό χαρακτήρα, αλλά βασίζονται σε φωνολογικούς νόμους» (β’ αρχή) δεν αναιρεί την αρχή ότι «η σχέση ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή μιας λέξης είναι συμβατική» (α’ αρχή), απλούστατα γιατί η α’ αρχή αναφέρεται στη «γλωσσογονία», τη δημιουργία της / μιας γλώσσας, ενώ η β’ αρχή στη μετέπειτα εξέλιξή της. Εκείνο που θα έλεγε ο κάθε γλωσσολόγος (υπάρχουν μερικές γενικά αποδεκτές θέσεις, που δεν αποτελούν προσωπικές απόψεις κανενός) είναι ότι ο χώρος της γλωσσογονίας δεν είναι επιστημονικά προσπελάσιμος. Δεν μπορούμε να μελετήσουμε επιστημονικά από γλωσσική άποψη μια τόσο μακρινή εποχή. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν την εποχή της γλωσσογονίας υπήρχε αιτιακή σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος (και να αποδείξουμε μια τέτοια σχέση). Αυτή είναι η αλήθεια και δεν υπάρχει τίποτε το δογματικό στην πλευρά μας.
Ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς γράφει: «Εκτός εάν οι λέξεις επί χιλιετίες ολόκληρες εξελίσσονται βάσει νόμων, αλλά μόνο σε μία χρονική στιγμή, την αρχή (ποια αρχή; πλάστηκαν έτοιμες οι λέξεις σε κάποια χρονική στιγμή;) αυτής της διαδικασίας χιλιετιών, επλάσθησαν... καλά λίαν, αυθαιρέτως, εκ του μηδενός, από κάποιο εξωσυμπαντικό ον! (Αλλά και τότε, η μετέπειτα εξέλιξη και χρήση της γλώσσας επί χιλιετίες δεν έχει ούτε αυτή σχέση με την έννοια (και την εξέλιξη της έννοιας);) Και εάν τίς έπλασε κάποιος, για κάποιον λόγο δεν τίς έπλασε όπως τίς έπλασε; Όμως, αυτή η υπόθεση της... εξωγήινης κατασκευής έτοιμης, τέλειας γλώσσας είναι ούτως ή άλλως εξωφρενική. Το λογικό είναι ότι η γλώσσα εξελίχθηκε από τα απολύτως στοιχειώδη, τις απλές προτάσεις, τις απλές λέξεις, τις βασικές συλλαβές, τα επιφωνήματα και τις κραυγές, τους ήχους, τα χρώματα, τα φυσικά στοιχεία της μητέρας Φύσης. Αυθαίρετη αρχική λέξη δεν υπάρχει, διότι, απλούστατα, δεν υπάρχει καμμία αρχική λέξη ευθύς εξ αρχής· εάν δηλαδή ψάξουμε για το αρχικό “αυθαίρετον”, θα βρούμε ό,τι και αφού βγάλουμε όλες τις φλούδες του κρεμμυδιού· τίποτε.] Μήπως μάς δουλεύουν;» Επίσης: «Αμφισβήτησα [...] τον ισχυρισμό σας ότι αυτή η ελάχιστη πληροφορία που περιέχει, αυτό η συγκεκριμένη, δεν έχει καμμία σχέση με την έννοια. Και για να γυρίσω στο βόδι, δεν μπορώ από το “μπου” να συμπεράνω πόσα νύχια έχει, ή μία οπλή, στο πόδι του το βόδι, ούτε αν είναι ήμερο και οργώνει τα χωράφια (αν και, αν το “μπου” τό κάνει βαριεστημένα, μάλλον ήμερο θα είναι), ούτε εάν στην κοινωνία της αρχαίας Αιγύπτου ήταν ένδειξη πλούτου και κοινωνικού στάτους η ιδιοκτησία βοοειδών, αλλά, εάν πω ότι είναι κάτι μεγάλο, χοντρό, δυνατό και ανθεκτικό, επειδή αυτές είναι στοιχειώδεις και βασικές έννοιες, πιθανώς μέσα θα πέσω. (Μπορεί και όχι, βεβαίως· μπορεί να προήλθε αλλιώς το “μπου”)». Απάντηση: οι λέξεις πράγματι εξελίσσονται βάσει νόμων. Κανείς δεν είπε ότι «πλάστηκαν έτοιμες οι λέξεις σε κάποια χρονική στιγμή». Κανείς δεν είπε ότι η γλώσσα ως προς την εξέλιξη και τη χρήση της δεν έχει σχέση με τις έννοιες. Και βέβαια αυτοί που έπλασαν τις λέξεις κάπου βασίστηκαν. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γ. Μπαμπινιώτης (1985α: 12): «όσο είναι φυσικό ότι η αρχική ονομασία ενός αντικειμένου έχει κάποια αιτιώδη σχέσι με το δηλούμενο (δόθηκε λ.χ. με βάσι το χρώμα ή το σχήμα ή την χρήσι κ.λπ.), άλλο τόσο είναι αληθές ότι ήδη το όνομα χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συμβατικότητας, αφού κατ’ ανάγκην όλα τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου πλην ενός δεν εμφανίζονται στην ονομασία. Άρα η λέξι ως όνομα, δηλ. η σχέσι δηλώσεως (denotatio), έχει στην προέλευσί της κάποιο στοιχείο αιτιότητας, ενώ υπερισχύει κι εδώ η συμβατικότητα. Αλλά είναι προφανές ότι επιστημονικά δεν είναι δυνατόν να μελετηθή η δημιουργία του ονόματος, γιατί προϋποθέτει στην πραγματικότητα αναγωγή στους χρόνους που δημιουργήθηκε η / μια γλώσσα (“γλωσσογονία”), που με την σειρά της σημαίνει περισσότερο εικοτολογία και ελάχιστα επιστήμη. Ακόμη, ό,τι ενδιαφέρει κυρίως τον μελετητή της γλώσσας δεν είναι η δήλωσι, αλλά, όπως με μεγάλη σαφήνεια έδειξε ο Saussure, η σήμανσι (significatio), δηλ. η εσωτερική σχέσι σημασίας (περιεχομένου ή, αλλιώς, πληροφορίας) και μορφής (εκφράσεως ή φωνολογικής δηλώσεως του περιεχομένου)». Είναι προφανές ότι ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς συγχέει: πρώτον, τη γλωσσογονία με τη γλωσσολογία· δεύτερον την εξωτερική σχέση δηλώσεως με την εσωτερική σχέση σημάνσεως. Κανείς δεν μίλησε για «αυθαίρετη αρχική λέξη». Η επισήμανση ότι αδυνατούμε να προσπελάσουμε επιστημονικά την εποχή της γλωσσογονίας δεν εμπεριέχει τίποτε το αντιεπιστημονικό και δογματικό. Αντιεπιστημονικό και δογματικό είναι να μιλάει κανείς με βεβαιότητα για τόσο μακρινούς χρόνους και να κάνει λόγο για φυσική σχέση σημασίας- μορφής (βασιζόμενος σε λίγες, ηχομιμητικές λέξεις και γενικεύοντας – αυτή είναι η μέθοδος μερικών). Και, ας πούμε ότι η λ. (ο) βους είναι ηχομιμητική λέξη (αναπόδεικτος ισχυρισμός). Σε χιλιάδες περιπτώσεις λέξεων, δεν στέκει μια τέτοια ερμηνεία, όπως αυτή που δίνει ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς (περί ηχομιμητικών λέξεων). Για παράδειγμα, στην περίπτωση της λ. (η) χειρ, πώς δικαιολογείται η συγκεκριμένη διαδοχή φωνημάτων; Το να πει κανείς «δεν αποκλείεται να είναι φυσική η σχέση σημασίας- μορφής» δεν αποδεικνύει ότι αυτή η σχέση είναι πράγματι φυσική!
Και όταν ο Saussure χαρακτηρίζει αυθαίρετο το γλωσσικό σημείο, εννοεί ότι είναι αναιτιολόγητο, δηλ. χωρίς κανέναν φυσικό δεσμό σημαινομένου- σημαίνοντος (μιλάει δηλ. για την εσωτερική σχέση σημάνσεως, τη σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος στο εσωτερικό του γλωσσικού σημείου). Κανείς δεν είπε ότι οι πρώτοι δημιουργοί του ονόματος ενός αντικειμένου δεν βασίστηκαν στο ίδιο το αντικείμενο. Αυτή όμως είναι η εξωτερική σχέση δηλώσεως μεταξύ ονομάτων- πραγμάτων και ο Saussure δεν ασχολείται με αυτήν.
«Αυθαιρέτως»
δεν σημαίνει «εκ
του μηδενός»,
όπως νομίζει ο Φειδίας Μπουρλάς. Το
«αυθαιρέτως»
στη θεωρία του γλωσσικού σημείου αντιδιαστέλλεται στο
«με
φυσικό τρόπο».
Ο Φειδίας Μπουρλάς συμπληρώνει:
«το
κακό είναι ότι ορισμένα τεκμηριωμένα επιστημονικά συμπεράσματα, λαμβάνονται εν
συνεχεία ως πυρομαχικά από ορισμένους, και χρησιμοποιούνται γενικευμένα,
αυθαιρέτως και διαστρεβλωμένα με... πολεμικό ύφος κατά των... επαράτων
εθνικιστών! Και γιατί;»
Απάντηση: απλούστατα, αυτά τα
«πυρομαχικά»
δίνουν την κατάλληλη απάντηση σε
«αρχαιολάτρες»
για αντιεπιστημονικές- αγλωσσολόγητες απόψεις που υποστηρίζουν. Η άποψη, π.χ.,
του Τζαφερόπουλου
ότι η Ελληνική είναι η μοναδική γλώσσα στον κόσμο με φυσική σχέση σημασίας-
μορφής των λέξεων δεν έχει καμία επιστημονική βάση. Απλούστατα, λοιπόν, τα
διδάγματα του Saussure δίνουν απαντήσεις στους
εθνικιστές, που δεν ξέρω αν είναι επάρατοι, αλλά είναι σίγουρα άσχετοι με το
αντικείμενο. Καμία γενίκευση, αυθαιρεσία ή διαστρέβλωση δεν
υπάρχει στην πλευρά μας. Το ύφος μας δεν είναι περισσότερο ...πολεμικό από αυτό
των εκπροσώπων της αντίπαλης πλευράς.
Το ακόλουθο απόσπασμα από το κείμενο του Φειδία Μπουρλά (δικά του τα έντονα γράμματα) αξίζει να καταλάβει θέση στα ευτράπελα: «Γιατί καίγονται τόσο οι “προοδευτικοί” να αποδείξουν ότι οι Ελληνίδες λέξεις μας είναι αυθαίρετες; Μα, ηλίου φαεινότερον! Για να τίς αποχαρακτηρίσουν ακριβώς από Ελληνίδες! Για να εξαχθεί το λογικό συμπέρασμα: Αφού οι λέξεις είναι αυθαίρετες, τότε καμμία λέξη δεν έχει ιδιαίτερη αξία (πάνε και οι κυματιστοί αμπελώνες και τα υπέρθυρα των εκκλησιών του Ελύτη...), και άρα μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε! Να εισάγουμε ό,τι αμερικάνικους ή... αλβανικούς νεολογισμούς θέλουμε! Να πετάξουμε τα αρχαία στα σκουπίδια· δεν έχουν τίποτε το ιδιαίτερο, καμμία ταυτότητα και πολιτιστικό φορτίο! Ίδια τα Ελληνικά, ίδια τα... λαθρομεταναστευτικά! Να διδασκόμαστε μόνο αμερικάνικα, αλβανικά και τούρκικα! Ζήτω η παγκοσμιοποίηση και ο αφελληνισμός! Και η εθνική μας ταυτότητα είναι αυθαίρετη και δεν σημαίνει τίποτε! (Όχι, δεν οδηγούν εκεί οι παρατηρήσεις του de Saussure· οι “προοδευτικοί” θέλουν να πάνε, σώνει και καλά, εκεί, και τόν χρησιμοποιούν και εκεί όπου καμμία σχέση δεν έχει!) [...] Αλλά θα συνεχίσουμε την κριτική μας επί των ανθελληνικών επιδιώξεων των “προοδευτικών” νεογλωσσολόγων... [...] Αυτό θέλουν οι “προοδευτικοί”, αυτό τους καίει, αυτό επιδιώκουν, γι’ αυτό μάχονται. Και αυτό πρέπει να συζητήσουμε. (Ασχέτως των σωστών ή λανθασμένων παρατηρήσεων του de Saussure· που πολλές είναι σωστές, όντως, αλλά χρησιμοποιούνται λανθασμένα και για άλλους σκοπούς: την υπηρεσία της παγκοσμιοποίησης.)»
Ο Φειδίας Μπουρλάς γράφει παραπάνω «αυτό πρέπει να συζητήσουμε». Πολύ ευχαρίστως. Μόνο που εκείνος δεν συζητάει απλώς. Κρυμμένος στην ανωνυμία του, συκοφαντεί (αν έβγαινε με τα πραγματικά του στοιχεία, θα είχε το θάρρος να εκφραστεί έτσι;) και στον διαδικτυακό του χώρο δημοσιεύει σχόλια, μόνο αφού τα «εγκρίνει». Ο σκοπός του είναι προφανής: θέλει να αποφύγει τις όποιες ευθύνες (γι’ αυτό κρύβεται) και θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο, για να κερδίσει τις εντυπώσεις.
Επί της ουσίας: η συμβατική σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος αποτελεί ένα ειδικό, γλωσσολογικό θέμα. Δεν παύουν οι λέξεις να έχουν «πολιτιστικό φορτίο». Χωρίς να έχει καταλάβει τη θεωρία του γλωσσικού σημείου, χωρίς να είναι σε θέση να διακρίνει βασικές έννοιες (π.χ. τη δήλωση και τη σήμανση), ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς βγάζει ανυπόστατα συμπεράσματα, που συν τοις άλλοις είναι και αστεία. Η υπηρεσία της παγκοσμιοποίησης είναι, λέει, ο σκοπός μας!
Γράφουμε στο κυρίως κείμενο της ιστοσελίδας: «σύμφωνα με την πρώτη αρχή, αυτήν του Saussure, ο δεσμός που ενώνει το σημαινόμενο με το σημαίνον ενός γλωσσικού σημείου, δηλ. η σχέση σημασίας και μορφής μιας λέξης, έχει συμβατικό και όχι αιτιακό χαρακτήρα. Κατά τον Ελβετό γλωσσολόγο, δεν υπάρχει καμία εσωτερική, αιτιώδης σχέση που να συνδέει, π.χ., τη σημασία “soeur” “αδελφή” και την αντίστοιχη ακουστική εικόνα. Η σχέση που υφίσταται ανάμεσα στη σημασία αυτή και τα φωνολογικά στοιχεία που χρησιμεύουν ως δήλωσή της είναι συμβατική. Ένας οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός φωνημάτων θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει τη φωνολογική αντιπροσώπευση της συγκεκριμένης σημασίας. Ο Saussure προέβαλε ως απόδειξη της επιστημονικής αυτής θέσης τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στις γλώσσες και την ίδια την ύπαρξη διαφόρων γλωσσών. Όπως θα πει χαρακτηριστικά (Saussure 1979: 102): “το σημαινόμενο "boeuf" "βόδι" έχει ως σημαίνον b-ö-f από τη μια μεριά των συνόρων και o-k-s (Ochs) από την άλλη”. Αν ο δεσμός ανάμεσα στο περιεχόμενο και την έκφραση μιας λέξης ήταν αιτιακής φύσεως, δεν θα παρατηρούνταν διαφορές ανάμεσα στις φυσικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι ανά τον κόσμο. O φιλόσοφος Σέξτος Εμπειρικός (Προς γραμματικούς 145, 1998: 267) τον 2ο αι. μ.Χ. είχε υποστηρίξει την ίδια άποψη: “αν, βέβαια, υποθέσουμε ότι τα ονόματα είναι φύσει και δεν σημαίνουν δυνάμει της εκάστοτε σύμβασης, θα έπρεπε οι πάντες να καταλαβαίνουν τους πάντες, οι Έλληνες τους βαρβάρους, οι βάρβαροι τους Έλληνες και βάρβαροι πάλι (άλλους) βαρβάρους. Αυτό όμως δεν ισχύει, επομένως τα ονόματα δεν σημαίνουν εκ φύσεως”».
Ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς παραπλανητικά «χρεώνει» σε εμάς το συμπέρασμα που συνοψίζεται στο εξής: «αν ο δεσμός ανάμεσα στο περιεχόμενο και την έκφραση μιας λέξης ήταν αιτιακής φύσεως, δεν θα παρατηρούνταν διαφορές ανάμεσα στις φυσικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι ανά τον κόσμο.» Μα, πρόκειται για ένα γνωστό επιχείρημα που έχει επικαλεσθεί ο Saussure και πριν από αυτόν, με δικούς του όρους, ακόμη και ο Σέξτος Εμπειρικός. Στο κείμενό μας υπάρχουν παραπομπές και στον Saussure και στον Σέξτο Εμπειρικό.
Ο Φειδίας Μπουρλάς χαρακτηρίζει το προαναφερθέν επιχείρημα «αδικαιολόγητο λογικό άλμα» και αναφωνεί «έλεος». Και συμπληρώνει ειρωνικά: «Λες και το ότι το νόμισμα ήρθε την μια φορά κορώνα και την άλλη γράμματα, δεν σημαίνει ότι υπάρχει εγγενής αιτία, ότι εγώ έριξα ένα νόμισμα, ούτε σχέση με την έννοια και το πράγμα “νόμισμα”, αλλά... “αυθαίρετες” κορώνες, γράμματα και μεταξωτές κορδέλες εκ του μηδενός! Θα έπρεπε να ερχόταν... πάντα το ίδιο, για να υπάρχει αιτία!» Απάντηση: η παρομοίωση της δημιουργίας των λέξεων με τη ρίψη νομισμάτων είναι ανεπιτυχής. Δεν έχει σχέση το ένα με το άλλο. Όταν η σημασία «τρία» αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική με το τρεις και στην Κινεζική με το εντελώς διαφορετικό san, το λογικό συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι δεν υπάρχει αιτιακή σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος. Ουσιαστικά, το μόνο «επιχείρημα» που προβάλλει ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς είναι ότι ...δεν αποκλείεται να υπάρχει αιτιακή σχέση και σε αυτήν και σε εκείνη την περίπτωση. Αυτή όμως δεν είναι λογική. Ας αποδείξει αυτή την αιτιακή σχέση έστω σε μία περίπτωση, π.χ. στο τρεις. Ποια φυσική- αιτιακή σχέση συνδέει τη συγκεκριμένη σημασία με αυτήν τη μορφή; Είναι προφανές ότι απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν υπάρχει. Επίσης, από το προαναφερθέν απόσπασμα του κειμένου του Φειδία Μπουρλά προκύπτει ότι δεν έχει καταλάβει πώς ορίζεται η έννοια του αυθαίρετου στον Saussure. Είναι χαρακτηριστικό ότι ερμηνεύει το «αυθαίρετες» με το «εκ του μηδενός». Ας σημειωθεί και πάλι ότι αυθαίρετο (γλωσσικό σημείο) στον Saussure σημαίνει αναιτιολόγητο, δηλ. χωρίς κανέναν φυσικό δεσμό σημαινομένου- σημαίνοντος (ο S. αναφέρεται στην εσωτερική σχέση σημάνσεως). Αυθαίρετο δεν σημαίνει «εκ του μηδενός», όπως νομίζει ο Φειδίας Μπουρλάς...
Τα ειρωνικά σχόλια συνεχίζονται (δικά του τα έντονα γράμματα): «λες και το bof και το oks δεν μπορεί να εμπεριέχουν κάποιες, διαφορετικές, από τις πάρα πολλές πτυχές της έννοιας “βόδι” και των μετέπειτα προσθηκών (ακόμη και η παρετυμολογία είναι γλωσσικός πλούτος) και εξελίξεως στην έννοια και στην λέξη κατά τόπους και χρόνους. Πάντως, έχουν σχέση με το βόδι, αμφότερες. (Και πάντως, το ότι οι λέξεις είναι διαφορετικές καθόλου δεν αποκλείει το να έχουν σχέση με την βασική έννοια - είτε έχουν σχέση είτε όχι πραγματικά!)». Και πάλι συγχέει την εξωτερική σχέση δηλώσεως με την εσωτερική σχέση σημάνσεως. Το bof και το oks μπορεί να έχουν κάποια αιτιώδη σχέση με το ίδιο το ζώο, αλλά και πάλι υπερισχύει η συμβατικότητα, αφού κατ’ ανάγκην τα περισσότερα χαρακτηριστικά του δηλούμενου αντικειμένου, δηλ. του ζώου, δεν εμφανίζονται στην ονομασία. Άρα, συμβατικά λέγεται έτσι το βόδι και όχι αλλιώς. Αλλά, ούτως ή άλλως, δεν μας ενδιαφέρει η σχέση ονόματος- πράγματος, δεν μας ενδιαφέρει η εξωτερική σχέση δηλώσεως. Μας απασχολεί η εσωτερική σχέση σημάνσεως. Και τα χαρακτηριστικά του όποιου ζώου, ακόμη κι αν το αρχικό του όνομα σχετιζόταν με αυτά, μπορούν κάλλιστα να δηλωθούν με ποικίλους τρόπους. Η σημασία του «μεγέθους» π.χ., αν μιλάμε για μεγάλο ζώο, δεν δηλώνεται κατ’ ανάγκην με συγκεκριμένη μορφή. Αυτό λέει ο Saussure. Για όποιον μπορεί να το καταλάβει.
Συνέχεια: «δεν χρειάζονται ανώτερα μαθηματικά, θεωρία πιθανοτήτων, χαοτική δυναμική (η αρχική κατάσταση δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί... αλλά η εξέλιξη είναι νομοτελειακό αποτέλεσμα των αρχικών συνθηκών και των μετέπειτα επιδράσεων· όχι... σύμβαση)· απλή λογική!» Κατ’ αρχήν, το άτομο αυτό δεν έχει καταλάβει τι σημαίνει σύμβαση στην προκειμένη περίπτωση. Σημειωτέον ότι ο όρος συμβατικός αποδίδει σε γλωσσολογικά κείμενα το arbitraire «αυθαίρετο», δηλ. αναιτιολόγητο, του Saussure (βλ. Saussure 1979: 103).
Ακόμη: «Ο βους είναι ζώον χοντρόν, που κάνει μπουου... Ε, “βους” λέγεται, λοιπόν. Απλούστατη και προφανής η σχέσις λέξεως και πράγματος». Σχόλιο: πόσες φορές θα πρέπει να πούμε ότι η σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος δεν είναι η σχέση πράγματος- λέξης;
Ας παρατεθούν εδώ και τα εύστοχα σχόλια ενός φίλου, που απευθύνεται στους «αρχαιολάτρες»:
«Καλά, τι νόημα έχει να συζητά κανείς μαζί σας; Αφού έχετε αναπτύξει δική σας θεωρία, ορολογία και μεθοδολογία για τη γλώσσα. Να σάς μεταφέρει κανείς τι λένε οι ειδικοί επιστήμονες; Προφανώς δεν σάς ενδιαφέρει... Τους έχετε υποκαταστήσει (στη φαντασία σας βεβαίως). Έτσι κι εγώ δεν θα σάς πικράνω. Μόνο μερικές ερωτήσεις: Από ποιον κατά τη γνώμη σας φτιάχτηκαν τα γλωσσικά σημεία; Από ανθρώπους ή κάτι άλλο; Αλλάζουν οι φυσικοί νόμοι; Τότε η μορφή των λέξεων γιατί μεταβάλλεται; Δεν είναι καθολικοί οι φυσικοί νόμοι; Τότε γιατί για την ίδια σημασία κάθε γλώσσα μπορεί να διαλέγει εντελώς διαφορετικούς φθόγγους; Αν η σχέση είναι φυσική, τότε, όπως φυσικά από τη σημασία προέκυψε η μορφή, δεν θα έπρεπε για τις άγνωστες λέξεις, με τρόπο φυσικό, αυθόρμητο και αβίαστο να συνάγουμε τη σημασία τους από το άκουσμά τους; Γιατί, αν σάς πω τη λέξη «μεφιτικός» θα κοιτάξετε ενδεχομένως λεξικό και, αν δεν την ξέρετε, δεν θα μπορείτε καν να μου πείτε, βάσει της γενικής εντύπωσης που δίνει ακουστικά/αρθρωτικά ή οπτικά/γραφολογικά, αν έχει θετική ή αρνητική σημασία; Τα ερωτήματα δεν έχουν τέλος. Γι’ αυτό σάς λέει και ο προηγούμενος σχολιαστής ότι πρέπει εσείς να αποδείξετε ότι η σχέση είναι φυσική και όχι ο υποστηρικτής της συμβατικότητας τη δική του εκδοχή. Δεχόμενοι τη συμβατικότητα στη σχέση μιας ακουστικής εικόνας με μια ιδέα (γιατί οι λέξεις βέβαια συνδέουν ήχους με ιδέες, όχι με συγκεκριμένα πράγματα του εξωτερικού κόσμου), απαλλασσόμαστε από όλα αυτά τα δυσάρεστα ερωτήματα».
Στην ανωτέρω ερώτηση «η μορφή των λέξεων γιατί μεταβάλλεται;» (εφόσον δεν αλλάζουν οι φυσικοί νόμοι και, υποτίθεται, η σημασία και η μορφή αλληλοσυνδέονται με φυσική σχέση), ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς απαντά: «Γιατί όχι; Υπάρχουν φυσικοί νόμοι, οι οποίοι καθορίζουν την μεταβολή». Ώστε, τη γλωσσική μεταβολή καθορίζουν φυσικοί νόμοι;
Στην ερώτηση «αν η σχέση είναι φυσική, τότε, όπως φυσικά από τη σημασία προέκυψε η μορφή, δεν θα έπρεπε για τις άγνωστες λέξεις, με τρόπο φυσικό, αυθόρμητο και αβίαστο να συνάγουμε τη σημασία τους από το άκουσμά τους;», ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς απαντά: «Φυσικά και όχι. Πρώτον, γνωρίζοντας τον καιρό σήμερα, δεν μπορούμε να τόν συμπεράνουμε για πριν από έναν μήνα ή μετά από έναν μήνα. Δεύτερον, δεν θα αρκούσε η λέξη μόνη της, αλλά ολόκληρο το σύστημα (με όλους τους παράγοντες δηλαδή που τήν επηρέασαν)» Ανταπάντηση: o παραλληλισμός με τις καιρικές συνθήκες είναι άστοχος. Οι φυσικοί νόμοι είναι καθολικοί και έτσι δικαιώνεται ο Saussure για το επιχείρημα της μιας γλώσσας (σύμφωνα με το οποίο, αν ο δεσμός περιεχομένου- έκφρασης μιας λέξης ήταν αιτιακός, δεν θα παρατηρούνταν διαφορές στις φυσικές γλώσσες ανά τον κόσμο – βλ. ανωτέρω). Έπειτα, δεν μας διευκρινίζει ποιο είναι το «σύστημα» που αναφέρει και οι «παράγοντες» για τους οποίους κάνει λόγο. Δεν έχει αποδείξει και δεν μπορεί να αποδείξει ότι η σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος είναι φυσική.
«Η εξέλιξη είναι χαοτική! Αναρίθμητες μπορεί να είναι οι λέξεις που θα προκύψουν. Από πού και ως πού αυτό σημαίνει ότι δεν ανάγονται στην ίδια αρχή; (Η ίδια αρχική κατάσταση, εάν δεχθεί διαφορετικές επιδράσεις, μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική τελική κατάσταση». Αυτή είναι η απάντησή του στο ερώτημα «γιατί για την ίδια σημασία κάθε γλώσσα μπορεί να διαλέγει εντελώς διαφορετικούς φθόγγους;» Το ερώτημα που του ετέθη είναι εύλογο. Εφόσον οι φυσικοί νόμοι είναι καθολικοί, δεν είναι δυνατόν: πρώτον, και να είναι φυσική η σχέση σημασιών- μορφών· δεύτερον, και να υπάρχουν εντελώς διαφορετικές μορφές για τις ίδιες σημασίες στις διάφορες γλώσσες. Οι φυσικοί νόμοι είναι καθολικοί, για τις ίδιες σημασίες υπάρχουν εντελώς διαφορετικές μορφές στις διάφορες γλώσσες, επομένως η σχέση σημασιών- μορφών δεν είναι φυσική. Και, τέλος πάντων, αν εκείνος πιστεύει ότι η «διαφορετική τελική κατάσταση» έχει προέλθει από την «ίδια αρχική κατάσταση», θα πρέπει και να το αποδείξει. Τι θέλει δηλ. να μας πει, ότι το ελληνικό τρεις και το κινεζικό san, που και τα δύο έχουν τη σημασία «τρία», μπορεί να «ανάγονται στην ίδια αρχή»; Ας το αποδείξει!
«Εκτός εάν φοβάστε μήπως οι “εθνικιστές” θεωρήσουν ότι η Ελληνική γλώσσα δεν είναι τυχάρπαστη». Tι σημαίνει τυχάρπαστη γλώσσα; Οι εθνικιστές ισχυρίζονται ότι η Ελληνική είναι η μόνη γλώσσα με φυσική σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος. Και εμείς αποδεικνύουμε ότι δεν έχουν καταλάβει καν πώς ορίζεται γλωσσολογικά το σημαινόμενο, το σημαίνον κ.ά. Διορθώνουμε τα λάθη τους.
Στην επισήμανση
ότι η σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος δεν είναι φυσική, ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς αντιτάσσει:
«Καλώς,
η σχέσις δεν είναι φυσική, είναι... αφύσικη! Πρέπει όμως να σάς πληροφορήσω ότι
η φύσις δεν ανέχεται ανωμαλίες· το μόνον ζητούμενον για την εξ ορισμού φυσική
σχέση είναι να εντοπιστεί, να αναλυθεί, να κατανοηθεί».
Απάντηση: το άτομο αυτό δεν μπορεί να μιλήσει με γλωσσολογικούς όρους. Η
σχέση των μερών του γλωσσικού σημείου δεν είναι ούτε φυσική ούτε
«αφύσικη»·
είναι συμβατική. Η παρατήρηση ότι
«η
φύσις δεν ανέχεται ανωμαλίες»
είναι κενή περιεχομένου ως προς το συζητούμενο θέμα, που είναι γλωσσολογικό. Η
σχέση των μερών του γλωσσικού σημείου δεν είναι ...«εξ
ορισμού φυσική»,
όπως ισχυρίζεται ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς.
Ωραία λογική: ενώ η συζήτηση έχει ως θέμα ακριβώς τον χαρακτήρα αυτής της
σχέσης, εκείνος εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι πρόκειται για φυσική σχέση («εξ
ορισμού φυσική σχέση»,
γράφει χαρακτηριστικά). Μόνο που δεν το απέδειξε. Και, τέλος πάντων, αν
καταφέρει «να
εντοπίσει, να αναλύσει και να κατανοήσει»
μια τέτοια σχέση μεταξύ σημαινομένου- σημαίνοντος, ας έλθει να συζητήσουμε.
Πρέπει εκείνος να αποδείξει ότι αυτή η σχέση είναι φυσική. Όλα όσα γράφει
αποτελούν αβάσιμες υποθέσεις. Προπάντων, όμως, δεν έχει
καταλάβει τι δίδαξε ο Saussure.
Στην παρατήρηση ότι τα προαναφερθέντα ευτράπελα (περί παγκοσμιοποίησης κ.τ.λ.) είναι απολύτως αυθαίρετα και οφείλονται σε ιδεολογικούς λόγους, ο Φειδίας Μπουρλάς και πάλι αντιτάσσει: «Δεν είναι καθόλου αυθαίρετα. Είναι ακριβής περιγραφή του φανατικού μίσους των “προοδευτικών” κατά της Ελλάδος (και κάθε εθνικής ταυτότητος και κληρονομιάς, φυσικά, με πρώτη πάντοτε την Ελληνική), μίσους που τούς κάνει να υβρίζουν ως... ναζιστή όποιον αγαπά και προβάλλει την προγονική μας κληρονομιά». Ο Φειδίας Μπουρλάς μάλλον μας έχει μπερδέψει με κάποιους άλλους, γι’ αυτό γράφει ό,τι γράφει. Επί του θέματος: φυσικά και είναι καλό κάποιος να αγαπά και να προβάλλει την προγονική κληρονομιά. Μόνο που οι «αρχαιολάτρες» διαστρεβλώνουν τα επιστημονικά δεδομένα, ισχυριζόμενοι π.χ. ότι η Ελληνική είναι η μοναδική γλώσσα στον κόσμο με φυσική σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος. Και υφίστανται την κριτική μας γι’ αυτό. Έτσι διαφυλάσσουν την εθνική μας ταυτότητα; Έτσι προβάλλουν την προγονική μας κληρονομιά; Με το να διατυπώνουν ανυπόστατους ισχυρισμούς για θέματα γλώσσας, οι οποίοι μαρτυρούν γλωσσολογική άγνοια;
«Ή μήπως οι έννοιες δεν έχουν σχέση με τα πράγματα»; Δεν είπαμε ότι η σημασία (δηλ. η έννοια κωδικοποιημένη γλωσσικά, ενταγμένη στο γλωσσικό σύστημα) δεν έχει σχέση με το πράγμα. Είπαμε απλώς ότι το πράγμα βρίσκεται έξω από το γλωσσικό σημείο.
Από όλα όσα εξηγήσαμε για τη σχέση των μερών του γλωσσικού σημείου, ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς τι κατάλαβε; Ότι «άλλο είναι το φυσικό πράγμα “βόδι” [...] και άλλο η υποκειμενική σημασία “βόδι”...» Αυτό κατάλαβε ότι είπαμε!
«[...] ίσως διαπιστώσω ότι η λέξη [ενν. βους] είναι απολύτως ταιριαστή με αυτήν την σημασία, και, όχι μόνο συμβατικά, αλλά και φυσικά, ηχητικά, μεταδίδει αυτήν την εντύπωση του χοντρού και δυνατού». Εδώ παραπέμπουμε στα προαναφερθέντα περί εικοτολογίας... Πώς μπορούν να αποδειχθούν όλα αυτά;
Το συμπέρασμα του Φειδία Μπουρλά: «Ώστε η ιδέα περί βοός δεν έχει καμμία σχέση με το φυσικό ζώον βόδι». Από όλα όσα επισημάνθηκαν για τη διαφορά ανάμεσα στην εξωτερική σχέση δηλώσεως μεταξύ του γλωσσικού σημείου και του αντικειμένου αναφοράς και την εσωτερική σχέση σημάνσεως μεταξύ των μερών του γλωσσικού σημείου (χιλιοειπωμένα πράγματα, βλ. ανωτέρω), ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς αυτό κατάλαβε: ότι η ιδέα περί βοός δεν έχει σχέση με το ίδιο το ζώο... Αυτά συμβαίνουν όταν ένας εθνικιστής ασχολείται με το γλωσσικό σημείο...
Γράφει πολλά ακόμη που συνοψίζονται στη λέξη παραλήρημα και είναι άσχετα με τη γλωσσολογία και το θέμα μας. Φτάνει στο σημείο να παραθέσει και αρχαίους ύμνους, για να αποδείξει ότι «η σχέσις των παιδιών της Μητέρας-Φύσεως με αυτήν, ενσώματων και ιδεατών (λέξεων) είναι βαθύτατη». Εμείς εδώ ασχολούμαστε κυρίως με ό,τι έχει γλωσσολογικό ενδιαφέρον και αποδεικνύουμε ότι ο Φειδίας Μπουρλάς έχει παρανοήσει τα διδάγματα του Saussure.
Προσθήκη (Δεκέμβριος 2006). Ο Φειδίας Ν. Μπουρλάς στον δικτυακό του χώρο τον Σεπτέμβριο του 2006 προσθέτει:
Παρεμπιπτόντως,
«Ἔτσι
μποροῦμε
νὰ
καταλάβουμε καὶ
τὴν
ὁμολογία
τοῦ
μεγαλύτερου ἴσως
φυσικοῦ,
τοῦ
W.
Heisenberg:
«Ἡ
θητεία μου στὴν
ἀρχαία
ἑλληνικὴ
γλώσσα ὑπῆρξε
ἡ
σπουδαιότερη πνευματική μου
ἄσκηση.
Στὴ
γλώσσα αὐτὴ
ὑπάρχει
ἡ
πληρέστερη ἀντιστοιχία
ἀνάμεσα
στὴ
λέξη καὶ
στὸ
ἐννοιολογικό
της περιεχόμενο».
Τὸ
γλωσσικὸ
σύμβολο, λοιπόν, δήλ. ἡ
λέξη, στὴν
Ἑλληνικὴ
βρίσκεται σὲ
πλήρη ἀντιστοιχία
μὲ
τὴν
ἔννοια
ποὺ
δηλώνει, τὸ
«ἐννοιολογικὸ
περιεχόμενο», μᾶς
λέει ὁ
Heisenberg.
Πρόκειται γιὰ
ὅ,τι
συχνά, μὲ
ἄλλη
ὁρολογία,
χαρακτηρίζεται ὡς
ἐτυμολογικὴ
διαφάνεια τῶν
λέξεων τῆς
Ἑλληνικῆς.»
Γεώργιος
Μπαμπινιώτης, καθηγητὴς
Γλωσσολογίας στὸ
Πανεπιστήμιο
Ἀθηνῶν,
ἐφημερίδα
«Τὸ
Βῆμα»,
17 Φεβ. 1991.
Ἀρκεῖ!
Ο Φειδίας Μπουρλάς κατά τρόπο απαράδεκτο προβάλλει ένα εκτός συμφραζομένων παράθεμα από παλαιότερο άρθρο γνωστού καθηγητή, προκειμένου να προκύψει το παραπλανητικό συμπέρασμα ότι σύμφωνα και με γλωσσολόγο στην Ελληνική η σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος είναι αιτιώδης.
Βεβαίως, αν ο Φειδίας Μπουρλάς σκεφτόταν λογικά, θα έπρεπε να αναρωτηθεί: πώς είναι δυνατόν ο ίδιος καθηγητής σε πανεπιστημιακά συγγράμματά του να δέχεται ότι η σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος είναι συμβατική και σε μια επιφυλλίδα στο Βήμα να υποστηρίζει ότι είναι αιτιώδης;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: η ετυμολογική διαφάνεια για την οποία γίνεται λόγος στο Βήμα δεν έχει σχέση με το συζητούμενο θέμα του δεσμού μεταξύ σημαινομένου και σημαίνοντος. Ο Heisenberg, που δεν είναι γλωσσολόγος, σε καμιά περίπτωση δεν κάνει λόγο για τη σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος σύμφωνα με την ορολογία της θεωρητικής γλωσσολογίας. Κάνει λόγο για σχέση λέξης και έννοιας. Και η ετυμολογική διαφάνεια δεν αναιρεί τη συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου. Άλλο θέμα η συμβατικότητα ή μη του γλωσσικού σημείου και άλλο η ετυμολογική διαφάνεια της Ελληνικής. Ας δούμε πώς εννοεί την ετυμολογική διαφάνεια ο ίδιος γλωσσολόγος σε μεταγενέστερο άρθρο του: «[...] H “ετυμολογική διαφάνεια” των σύνθετων λέξεων, των οποίων τα συνθετικά μέρη είναι γενικώς οικεία στον ομιλητή τής γλώσσας μας, διευρύνουν τον κύκλο τέτοιων ετυμολογικών ανιχνεύσεων και τη δυνατότητα εύκολης αναγωγής στην πρώτη έννοια. Σε τέτοιες αναγωγές κύριο ρόλο παίζουν οι “μαγικές λέξεις” τής Ελληνικής, αυτές που ξέρουμε από τη γραμματική ως προθέσεις [...]». Στο άρθρο δηλ. αναλύονται ετυμολογικά σύνθετες λέξεις, όπως συμφωνώ κ.ά., και υποστηρίζεται ότι έχουν ετυμολογική διαφάνεια, εφόσον η αρχική τους σημασία ανακαλύπτεται εύκολα. Για απλή ετυμολογική ανάλυση πρόκειται, κ. Μπουρλά. Δεν είπε κανείς ότι λ.χ. η σημασία του συν και τα φωνήματα που χρησιμεύουν για τη δήλωσή της συνδέονται μεταξύ τους αιτιακά! Τα γραφόμενα περί ετυμολογικής διαφάνειας δεν αναιρούν τη συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου. Πρόκειται για δύο θέματα διαφορετικά μεταξύ τους.
Για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι ο Φειδίας Μπουρλάς δεν έχει καταλάβει τίποτε.
Επομένως, δεν «αρκεί» (για να χρησιμοποιήσω και εγώ την καταληκτική λέξη στο κείμενο του Μπουρλά) το παράθεμα από το Βήμα. Χρειάζονται και επιχειρήματα από την πλευρά του Φ.Μ. Και προπάντων γνώση του αντικειμένου.