ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

                  ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

 

ΣΥΜΒΟΛΑ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Α

 

 

1.

ΘΕΩΡΙΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.1.

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ – ΜΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.1.2.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.2.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

1.2.1.

ΤΟ ΠΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

1.2.2.

ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ

 

 

2.

ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

2.1.

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ  ΚΡΑΤΥΛΟΥ

2.2.

ΟΙ ΗΧΟΜΙΜΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

2.3.

Η «ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ»

2.4.

Η «ΛΕΞΑΡΙΘΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ»

2.5.

Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΞΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ ΔΑΝΕΙΕΣ

2.6.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ: Η «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ» ΑΝΥΠΑΡΚΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΕ ΓΛΩΣΣΕΣ ΑΛΛΩΝ ΗΠΕΙΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Β

 

 

1.

ΘΕΩΡΙΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

1.1.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ: ΓΡΑΦΗ, ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ, ΓΡΑΦΗΜΑ

1.2.

ΕΙΔΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ

1.3.

ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

1.4.

ΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

 

 

2.

ΘΕΜΑΤΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

2.1.

H ΛΕΞΗ  ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ

2.2.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ  ΑΦΤΙ  ΚΑΙ  ΑΒΓΟ

2.3.

Η ΛΕΞΗ  ΒΡΟΜΑ

2.4.

Η ΛΕΞΗ  ΑΛΛΙΩΣ

2.5.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ  ΠΑΛΙΟΣ- ΔΙΚΙΟ- ΕΛΙΑ

2.6.

Η ΛΕΞΗ  ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ

 

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 


                ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

1.2. ΕΙΔΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ

            Τρία είναι τα είδη ορθογραφίας, η  φωνητική,  η  φωνολογική  και η  ιστορική  ή  ετυμολογική.

             Στα πλαίσια της  φωνητικής  ορθογραφίας, κάθε γράφημα αντιπροσωπεύει έναν φθόγγο. Για παράδειγμα, η λέξη <γυναίκα> θα αποδοθεί φωνητικά κατά τον ακόλουθο τρόπο: [γ’ινέκα].

            Στα πλαίσια της  φωνολογικής  ορθογραφίας, κάθε γράφημα παριστάνει ένα φώνημα. Για παράδειγμα, η φωνολογική μεταγραφή της προηγούμενης λέξης θα είναι  /γινέκα/.  Εδώ δηλ. δεν δηλώνεται η ουρανική ποικιλία [γ’] του φωνήματος  /γ/, όπως στο πρώτο είδος ορθογραφίας, πράγμα που σημαίνει ότι η φωνολογική ορθογραφία είναι λιγότερο ακριβής από τη φωνητική ως προς την απόδοση της προφοράς μιας γλώσσας.

            Τέλος, η  ιστορική  ή  ετυμολογική  ορθογραφία εμφανίζει μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στα γράμματα / γραφήματα και τους φθόγγους / φωνήματα, εφόσον αντιπροσωπεύει τη φωνητική / φωνολογική κατάσταση ενός παλαιότερου σταδίου της γλώσσας. Η δυσαναλογία αυτή στην περίπτωση της νέας Ελληνικής είναι μεγάλη, γιατί η Ελληνική σε διαχρονικό επίπεδο σημείωσε πολλές μεταβολές στην προφορά της. Για παράδειγμα, η γραφή <γυναίκα> περιλαμβάνει το γράφημα <υ>, που αντιπροσώπευε στην Αρχαία το φώνημα  /ü/ και όχι το  /ι/,  καθώς και το <αι>, που αντιστοιχούσε στο φώνημα  /ai/  και όχι στο  /ε/  κ.λπ. 

            Ας σημειωθεί επ’ευκαιρία ένας κοινός επιστημονικός τόπος, ότι η προφορά της Αρχαίας ήταν πολύ διαφορετική από τη σύγχρονη, παρά τις αντιεπιστημονικές απόψεις που κατά καιρούς διατυπώνονται.

          Για παράδειγμα, η χρήση από τους αρχαίους κωμικούς ποιητές Κρατίνο και Αριστοφάνη του  βη βη  για την απόδοση του βελάσματος των προβάτων, που αντιστοιχεί στο γνωστό  μπέε,  αποδεικνύει ότι το  -β-  στην αρχαία Ελληνική δεν αντιπροσώπευε τον νεότερο ηχηρό τριβόμενο φθόγγο [v], αλλά τον ηχηρό κλειστό [b]. Ωστόσο, μια φιλόλογος με πρωταγωνιστικό ρόλο στους «αρχαιολατρικούς» κύκλους αντιτάσσει ότι το βέλασμα των προβάτων δεν είναι  μπέε,  αλλά  βε…Kαι ένας δημόσιος υπάλληλος, για τον οποίον θα γίνει λόγος ακολούθως, γράφει ότι «ο Κρατίνος και ο Αριστοφάνης δεν μιλούν για αλλαγή της ηχητικής χροιάς των φθόγγων [που αντιστοιχούν στα]  -β-  και  -η-», λες και είπε κανείς ότι οι δύο αρχαίοι ποιητές διατύπωσαν επιστημονική θέση για τη μεταβολή της ελληνικής προφοράς... Aκλόνητο στοιχείο για τη  διχειλική  και όχι  χειλοδοντική  προφορά του αρχαίου  -β-  είναι η μαρτυρία του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως (Περί συνθέσεως ονομάτων  14, 2003: 119, 121) του 1ου αι. π.Χ. ότι το  -β-,  όπως τα  -π-  και  -φ- ,  προφέρεται «με την άκρη των χειλιών, όταν το στόμα είναι κλεισμένο καλά»! Εξίσου σπουδαία είναι και η μαρτυρία του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Αριστείδη Κοϊντιλιανού (3ου αι. μ.Χ.) ότι το  -β-  προφέρεται  μόνο με τα χείλη,  άρα δεν είναι χειλοδοντικό τη μαρτυρία παραθέτει ο Χατζιδάκις, ο οποίος όμως διευκρινίζει (19242: 123-124) ότι αυτές οι περιγραφές δεν ισχύουν κατανάγκην για την εποχή μετά τον 4ο αι. π.Χ., ότι υπάρχει ένα ευρύτατο φάσμα ενδιάμεσων βαθμίδων από το κλειστό ακαριαίο [b] μέχρι το χειλοδοντικό νεότερο  -β-  και ότι δεν μπορούμε να πρροσδιορίσουμε χρονικά αυτήν τη μεταβολή. Επίσης, η προαναφερθείσα χρήση του  βη βη  από τους αρχαίους κωμικούς ποιητές για την απόδοση του βελάσματος των προβάτων μαρτυρεί ότι και το αρχαιοελληνικό  -η-  δεν απέδιδε τον φθόγγο [i], αλλά  αντιστοιχούσε  σε  ένα  μακρό  -ε-  (για τα αρχαία  -β-  και  -η-, p; βλ. Αllen 2000: 50-54, 92-98 για τη σημασία του  βη βη  ως προς το θέμα της προφοράς, βλ. αφενός Οικονόμο 1993: 59-61, 102-104 και αφετέρου Χατζιδάκι 19242: 92-93, 99).

            Ακόμη, το  -ω-  πράγματι προφερόταν ως μακρόό  -ο-.  Αδιάσειστη απόδειξη γι’αυτό είναι η ίδια η ονομασία του, έστω και μεταγενέστερη. Αν το  -ω-  δεν δήλωνε διαφορετική (παρατεταμένη) προφορά στην Αρχαία, δεν θα ονομαζόταν και  ωμέγα,  δηλ.  ω μέγα  σε αντιδιαστολή με το  όμικρον,  δηλ.  ο μικρόν.  Επίσης, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Περί συνθέσεως ονομάτων  14, 2003: 113-115) κάνει σαφέστατη διάκριση των φωνηέντων ως προς τη διάρκεια της προφοράς τους κατατάσσοντας το       -ω-  στα μακρά, «που ηχούν για πολύ» και το  -ο-  στα βραχέα, που «παράγουν συντομότερο ήχο». Αλλά και ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς γραμματικούς  115, 1998: 249) αναφέρει ρητά ότι «με τη συστολή το   -η-  γίνεται  -ε-,  ενώ με την έκταση το  -ε-  γίνεται  -η-» και ότι «το  -ω-  είναι μακρό  -ο-,  ενώ το  -ο-  βραχύ  -ω-» (για το αρχαίο  -ω-,  βλ. Αllen 2000: 98-102).

            Το  -υ-  άλλοτε προφερόταν με έναν φθόγγο που χονδρικά αντιστοιχεί στο σύγχρονο γαλλικό -u- ή το γερμανικό -u- με Umlaut. Γι’αυτό, στο παλιό ιδίωμα των Μεγάρων, π.χ., η προφορά λέξεων που περιελάμβαναν το  -υ-  ήταν διαφορετική από αυτήν της Κοινής Νεοελληνικής:  βούτουρο  αντί  βούτυρο, γιουναίκα  αντί  γυναίκα, ξούδι  αντί  ξύδι, σούκα  αντί  σύκα  κ.λπ. Στο αρχαιοπινές μεγαρικό ιδίωμα, η αποκλίνουσα αυτή προφορά του  -υ-  αποτελούσε κατάλοιπο της αρχαιοελληνικής (βλ. Χατζιδάκι 1934: 73-92). Το ιδίωμα των Μεγάρων εμφάνιζε κοινά στοιχεία με άλλα νεοελληνικά ιδιώματα, όπως αυτό της παλιάς Αθήνας (για το αρχαίο  -υ-,  βλ. Αllen 2000: 88-91).

            Τέλος, τα διπλά σύμφωνα, λ.χ. το -λλ-, προφέρονταν πράγματι διπλά. Διαφορετική από τη νεοελληνική ήταν και η προφορά του αρχαίου -ζ-(κι αυτό διπλό, ίσως [zd]). Αν τα διπλά σύμφωνα και το  -ζ-  προφέρονταν όπως σήμερα, τότε στα ομηρικά έπη οι βραχείες συλλαβές που προηγούνται αυτών δεν θα γίνονταν κατά κανόνα θέσει μακρές. Και, αν το αρχαίο  -ζ-  είχε προφορά όμοια με τη σημερινή, δεν θα το χαρακτήριζε  διπλό  ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Περί συνθέσεως ονομάτων  14, 2003: 115), όπως το  -ξ-  και το  -ψ-,  και δεν θα έγραφε ότι προέκυψε από τη συγχώνευση του  -σ-  και του  -δ-  (βλ. και Χατζιδάκι 19242: 89, 122 για το αρχαίο  -ζ-,  βλ. Αllen 2000: 78-81, ο οποίος πάντως επισημαίνει:  «οι δηλώσεις των γραμματικών ότι το  -ζ-  είχε την αξία [zd] χρονολογούνται, φυσικά, σε μεταγενέστερη εποχή και σχεδόν βέβαια αντικατοπτρίζουν κάποια αρχαία γραμματική παράδοση και όχι τη διατήρηση αυτής της αξίας στην τρέχουσα ομιλία»).

 Δεν έχει επιστημονική βάση ο ισχυρισμός του Αδαμαντίου Κρασανάκη, υπαλλήλου του Υπουργείου Πολιτισμού και συγγραφέα διαδικτυακών «μελετών» για τη γλώσσα, ότι η νεοελληνική ορθογραφία δεν είναι ιστορική, επειδή η αρχαιοελληνική προφορά τάχα παρουσίαζε πλήρη ομοιότητα με τη νεοελληνική, π.χ. το  -υ-  απέδιδε τον φθόγγο [i] όπως και σήμερα. Στα κείμενα του Α.Κ. για τη γλώσσα βλέπει κανείς όλα τα αναμασήματα των ερασιτεχνών γλωσσολόγων ενός συγκεκριμένου ιδεολογικού χώρου τα οποία περιβάλλονται με τον μανδύα του «πατριωτισμού», όπως η «ανασκευή» της θεωρίας για τη φοινικική καταγωγή του αλφαβήτου, η «επιχειρηματολογία» για τον μη συμβατικό χαρακτήρα της σχέσης ανάμεσα στη σημασία και τη μορφή των λέξεων, η παράθεση στοιχείων για το δήθεν αναλλοίωτο της προφοράς της Ελληνικής σε διαχρονικό επίπεδο κ.λπ. Στις γραμμές που ακολουθούν, θα μας απασχολήσει το τελευταίο θέμα.

Ο Α.Κ. υποστηρίζει ότι στη νέα Ελληνική ένα γράμμα δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερους φθόγγους, σε αντίθεση με άλλες γλώσσες (βλ., λ.χ., το αγγλ. -ο- στα come, do, dog, one κ.λπ.). Ωστόσο, το νεοελληνικό  -υ-,  π.χ., αντιπροσωπεύει τρεις φθόγγους, δύο συμφωνικούς και έναν φωνηεντικό, τους [f], [v] και [i] στα  αυτός, αύριο  και  πύλη  αντίστοιχα!

Επίσης, το γεγονός ότι στην αρχαία Ελλάδα, πριν από το 403 π.Χ., η χρήση των Η και Ω για τη δήλωση των μακρών  -ε-  και  -ο-  αντίστοιχα δεν ήταν γενικευμένη, δεν είναι επιχείρημα που αποδεικνύει ότι η προφορά τους ήταν όμοια με τη σημερινή, όπως ισχυρίζεται ο Α.Κ.

Αβάσιμη και η άποψή του ότι το  -ω-  ονομάστηκε έτσι, δηλ.  ω μέγα,  επειδή χρησιμοποιείται για τη δήλωση της συναίρεσης των δύο  -ο-  και επειδή σχηματικά είναι πιο μεγάλο από το όμικρον. Ο Α.Κ. δεν έχει καταλάβει ότι η συναίρεση ήταν  φωνολογικό  φαινόμενο στην Αρχαία, δηλ. θέμα προφοράς, γι’αυτό και τα δύο  -ο-  συναιρούμενα τρέπονταν σε  -ω-. 

Αυθαίρετος και ο ισχυρισμός του ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν προέφεραν τα διπλά σύμφωνα, γιατί στην Ελληνική η προφορά τους δεν επιτρέπεται και δεν γίνεται. Δεν έχει ακούσει ποτέ του την κυπριακή διάλεκτο ο Α.Κ.;

Άλλο επιχείρημα του Α.Κ.: «αν η ελληνική γραφή ήταν ιστορική, τότε δεν θα έπρεπε να βρίσκουμε ορθογραφικά λάθη στα αρχαία κείμενα, αφού λάθη κάνουμε στη γραφή μόνο όταν υπάρχουν ομόηχα γράμματα και δεν ξέρουμε ποιο απόλα να χρησιμοποιήσουμε σε κάποια λέξη». Ο Α.Κ. προφανώς αγνοεί ότι τα ορθογραφικά λάθη εμφανίζονται κυρίως στους χρόνους της Αλεξανδρινής Κοινής, αφού δηλ. η προφορά της κλασικής εποχής είχε εξελιχθεί. Για παράδειγμα, τον 3ο αι. π.Χ. η λέξη  πρόσωπον  αποτυπώνεται για πρώτη φορά εσφαλμένα σε επιγραφή ως  *πρόσοπον,  γιατί είχε αρχίσει η σταδιακή εξομοίωση των  -ω-  και  -ο-  ως προς την προφορά (βλ. Tonnet 1995: 43-44 και Browning 1991: 42). Επίσης, η εμφάνιση σε παπύρους του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. ορθογραφικών λαθών όπως  *εύδομος, *ραύδος,  αντί  έβδομος, ράβδος  μαρτυρεί μάλλον τη φωνητική εξέλιξη του  -β-  από [b]] σε [v] (βλ. Tonnet 1995: 44-45 και Browning 1991: 43). Φυσικά, αυτές οι μεταβολές ήταν σταδιακές και μπορεί να ολοκληρώνονταν σε μεγάλο βάθος χρόνου. Kατά τον Browning (1991: 40), «είναι δύσκολο να χρονολογήσουμε με ακρίβεια κάποια από αυτές τις αλλαγές: το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σημειώσουμε για την καθεμιά απαυτές την πρώτη ένδειξη συχνής χρησιμοποίησής της που τυχαίνει να διατηρείται. Εκείνο που έχει σημασία έτσι κι αλλιώς δεν είναι η μεμονωμένη φωνητική αλλαγή, αλλά η φωνολογική δομική αλλαγή. Και είναι πιθανό πως για μια μεγάλη χρονική περίοδο το παλιό και το καινούργιο υπήρχαν το ένα δίπλα στο άλλο, είτε στην ίδια γλωσσική κοινότητα, είτε ακόμα και στο στόμα του ίδιου ομιλητή. Ακόμα λιγότερα πράγματα μπορούμε να προσδιορίσουμε σχετικά με τον τόπο όπου άρχισαν να συντελούνται οι αλλαγές αυτές. Φαίνεται, ωστόσο, πως εξαπλώθηκαν ταχύτατα σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο χώρο». Συναφές με το θέμα των λαθών είναι και το ερώτημα του Α.Κ. γιατί οι αρχαίοι έλεγαν  ορθογραφία,  αν όπως διδάσκουν οι γλωσσολόγοι η ορθογραφία της Ελληνικής είναι ιστορική. Μα, ο όρος  ορθογραφία,  άγνωστος στους κλασικούς χρόνους, εμφανίζεται μόλις τον 2ο αι. μ.Χ.,  τότε δηλ. που η δυσαναλογία προφοράς-γραφής ήταν μεγάλη και δικαιολογούσε τη χρήση του (βλ. Πετρούνια 2001α: 404).

Ακόμη, ο Α.Κ. παραθέτει ένα χωρίο από τον πλατωνικό  Κρατύλο  (402 e): «τον ουν άρχοντα της δυνάμεως ταύτης θεόν ωνόμασεν Ποσειδώνα, ως ποσίδεσμον οντα× το δε    -ε-  έγκειται ίσως ευπρεπείας ένεκα». Και το σχολιάζει ως εξής: «εδώ μας λέει έμμεσα ότι το γράμμα  -ε-  στο  -ει-  δεν προφέρεται. Μα αν το γράμμα  -ει-  προφερόταν ως  -εϊ-  τότε δεν θα έλεγε ο Πλάτωνας εδώ ότι το γράμμα  -ε-  στην λέξη  Ποσειδώνας  είναι ίσως για ευπρέπεια,  άρα δεν διαβάζεται». Πρώτα-πρώτα, το  άρα δεν διαβάζεται  είναι (συζητήσιμο) συμπέρασμα του Α.Κ.  Ο Πλάτων δεν γράφει κάτι τέτοιο.  Ο ιωτακισμός του  -ει-  στην αττική διάλεκτο εμφανίζεται από το 300 π.Χ. (Μπαμπινιώτης 1985α: 118), ενώ από τον Σέξτο Εμπειρικό (Προς γραμματικούς  118, 1998: 251) προκύπτει ότι τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες το  -ει-  αντιπροσώπευε πράγματι μονόφθογγο. Ακόμη, όμως, κι αν η παραπάνω ερμηνεία του πλατωνικού χωρίου από τον Α.Κ. ήταν σωστή, δεν θα μπορούσαμε σε καμιά περίπτωση να βγάλουμε γενικό συμπέρασμα ότι όλες οι αρχαίες δίφθογγοι προφέρονταν όπως σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του  -οι-, που συνέπεσε στην προφορά με το  -ι-  μόλις τον 10ο ααι. μ.Χ., όπως αποδεικνύει η μελέτη βυζαντινών κειμένων (Μπαμπινιώτης 1985α: 119).[4] Το βασικό λάθος του Α.Κ. είναι ότι χρησιμοποιεί αβασάνιστα τον  Κρατύλο,  ένα κείμενο που πραγματεύεται άλλο θέμα, τη φυσική ή συμβατική σχέση ονομάτων και πραγμάτων, σαν πηγή για την άντληση στοιχείων σχετικά με την αρχαία προφορά. Στο προαναφερθέν χωρίο, ο μοναδικός σκοπός του Σωκράτη είναι να δικαιολογήσει την παρετυμολογική σύνδεση του ονόματος  Ποσειδών  με τον τύπο  ποσίδεσμος  «με δεμένα πόδια». Ο αρχαίος φιλόσοφος σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρεται στην προφορά του   -ει-,  απλώς προσπαθεί να ετυμολογήσει το θεωνύμιο  Ποσειδών  με βάση μια υποτιθέμενη ιδιότητα του αρχαίου θεού. 

Ένα γενικότερο ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί στον Α.Κ. είναι και το ακόλουθο: πώς είναι δυνατόν μια γλώσσα, εν προκειμένω η Ελληνική στη μακραίωνη ιστορία της, να μεταβάλλεται σε όλα τα επίπεδα αναλύσεώς της, το μορφολογικό, το συντακτικό κ.λπ., και ως δια μαγείας σε ένα μόνο επίπεδο, το φωνολογικό, να μη σημειώνει μεταβολές. Ο Α.Κ. θα απέφευγε να υποστηρίξει τέτοιες μεταφυσικές, ανυπόστατες επιστημονικά απόψεις, αν είχε μια στοιχειώδη βιβλιογραφική ενημέρωση προτού καταπιαστεί με θέματα που δεν γνωρίζει. Πώς να γράψεις μελέτη για την προφορά της Ελληνικής, όταν είναι ξεκάθαρο ότι αγνοείς τις πιο έγκυρες πηγές, όπως τον Γ. Χατζιδάκι, τον W. Αllen κ.ά.; Να ποιος είναι ο γλωσσικός ερασιτεχνισμός που καταγγέλλει αυτό το βιβλίο! Ευτυχώς, για την αρχαία προφορά έχουμε στη διάθεσή μας διαφωτιστικά κείμενα γραμμένα από επιστήμονες-γλωσσολόγους, όπως μεταξύ άλλων αυτά του Πετρούνια (2001α: 402-409, 2001β: 410-420, 2001γ: 442-450). Τέτοια κείμενα πρέπει να συμβουλεύεται και ο μη ειδικός που ενδιαφέρεται για θέματα γλώσσας, προκειμένου να αντλεί έγκυρα στοιχεία. 

Για το συζητούμενο θέμα ο Χατζιδάκις (19242: 132-133) έγραφε τα ακόλουθα, που αποκαλύπτουν μάλιστα και τα βαθύτερα, ιδεολογικά αίτια της παλαιότερης δοξασίας για το αναλλοίωτο της προφοράς: «το ζήτημα της προφοράς της αρχαίας Ελληνικής δεν είναι ζήτημα απλής περιεργίας, αλλά το μεν εθνικής αξιοπρεπείας, το δε επιστήμης. Διότι πρώτον νομίζω ότι είναι αναξιοπρεπές να πιστεύηται παρ’ημίν ακόμη σήμερον, παρά την αλήθειαν των πραγμάτων, ότι η νέα ημών προφορά είναι αυτή αύτη αμετάβλητος η των αρχαίων χρόνων, ή ότι αν εγένοντο μεταβολαί τινές, αύται χρονολογούνται εξ αυτών των δοκίμων χρόνων. Ταύτα και τα τοιαύτα ηδύναντο ίσως να είναι ανεκτά οπωσδήποτε άλλοτε, ότε ούτε ο φυσιολογικός σχηματισμός των φθόγγων ήτο γνωστός ούτε αι πολυάριθμοι Ελληνικαί επιγραφαί είχον ανευρεθή και μελετηθή πρεπόντως · πρόσθες τούτοις ότι η άλλοτε κρατούσα παρ’ημίν γνώμη, καθ’ην η ταυτότης της προφοράς αποδείκνυσι την καταγωγήν ημών εκ των αρχαίων, και ότι ομολογηθείσης τυχόν της αλλοιώσεως της προφοράς συνωμολογείτο άμα και η αλλοίωσις της φυλής και δη και η εκ των αρχαίων Ελλήνων καταγωγή ημών, ούτε αληθής τυγχάνει ούτε δίκαιον και πρέπον είναι ν’αποτρέψη ημάς από της ζητήσεως της επιστημονικής αληθείας. Ή τις αγνοεί σήμερον ότι πάντα πάσης γλώσσης τα στοιχεία και δη και οι φθόγγοι συν τω χρόνω, κατά το μάλλον ή ήττον, μεταβάλλονται, αλλ’ουδέν εκ των μεταβολών τούτων συνάγεται τοιούτον φοβερόν συμπέρασμα περί αλλοιώσεως της φυλής των λαλούντων αυτάς; ». Η επισήμανση των ιδεολογικών αυτών παραμέτρων είναι απόλυτα σχετική με το συζητούμενο θέμα της ελληνικής προφοράς. Ο  Μαγουλάς (βλ. Οικονόμο 1993: λε΄) επίσης τονίζει ότι βασικός λόγος για τον οποίον απέρριπταν άλλοτε τη θεωρία ότι η αρχαία προφορά διέφερε από τη σημερινή «ήταν και η δοξασία ότι η ταυτότητα της προφοράς αποδεικνύει την ταυτότητα της φυλής, κάτι που βέβαια σήμερα δεν γίνεται δεκτό».

Ο Α.Κ., για τον οποίον έγινε λόγος προηγουμένως, με νεότερο δημοσίευμά του επιμένει στον ισχυρισμό του ότι η σημερινή ορθογραφία δεν είναι ιστορική και ότι η προφορά των φθόγγων δεν μεταβάλλεται διαχρονικά. Τα επιχειρήματά του, όμως, αποδεικνύουν ξανά ότι δεν έχει τα απαιτούμενα επιστημονικά εφόδια για την ενασχόληση με τέτοια θέματα, όπως η προφορά της Ελληνικής.

Γράφει, π.χ., ο Α.Κ.: «οι φθόγγοι δεν είναι κάτι το υπαρκτό, αφού τα μικρότερα τεμάχια που μπορούν να κοπούν οι λέξεις είναι οι συλλαβές [...] και αυτό, αφού τα σύμφωνα δεν είναι δυνατόν να προφερθούν από μόνα τους προφέρονται πάντα μαζί με ένα φωνήεν». Μα, το γεγονός ότι π.χ. το  -ζ-  ως σύμφωνο δεν μπορεί να προφερθεί χωρίς φωνήεν δεν αποτελεί επιχείρημα για το αναλλοίωτο της προφοράς του σε διαχρονικό επίπεδο. Όπως προαναφέρθηκε, αν το αρχαίο  -ζ-  προφερόταν όπως σήμερα, τότε στα ομηρικά έπη οι βραχείες συλλαβές που προηγούνται αυτού δεν θα γίνονταν κατά κανόνα θέσει μακρές. Γράφει, ακόμη, ο Α.Κ.: «οι φθόγγοι είναι συμβατική, τεχνική διάκριση στην ελληνική γραμματική, που απλώς βοηθούν στο να έχουμε πιο λίγα σύμβολα στη γραφή». Εδώ είναι προφανής η σύγχυση φθόγγων- γραμμάτων και γενικότερα προφοράς- γραφής από τον Α.Κ. Επίσης, ο Α.Κ. συγχέει τον  φθόγγο,  τον έναρθρο ήχο που παράγουν τα φωνητήρια όργανα, με το  φθογγόγραμμα,  το γραπτό σύμβολο που παριστάνει έναν φθόγγο και διαφέρει π.χ. από το  συλλαβόγραμμα,  το γραπτό σύμβολο που αντιστοιχεί σε συλλαβή. Εννοείται ότι οι φθόγγοι είναι ...υπαρκτοί σε μια γλώσσα, αφού αφορούν στην  προφορά  της·  ο φθόγγος υπάρχει καθεαυτόν·  συμβατικός είναι ο τρόπος με τον οποίον παριστάνεται  γραπτώς.  Ας σημειωθεί ότι ο Α.Κ., πέρα από τέτοιους αυτοσχεδιασμούς, καταφεύγει και σε γενικόλογα σχόλια για τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η αρχαιοελληνική προφορά ήταν διαφορετική από τη σημερινή. Για παράδειγμα, δεν σχολιάζει τα αναφερόμενα από τον Χατζιδάκι (19242: 82-136, πηγή προφανέστατα άγνωστη στον Α.Κ.), αλλά αρκείται στο να γράψει ότι άλλες από τις απόψεις του Χατζιδάκι για την προφορά είναι σωστές και άλλες εσφαλμένες! Είναι δύσκολο να αποκτήσει κανείς επιστημονική γνώση της γλώσσας, αφού αυτό προϋποθέτει πάνω απ’όλα σοβαρές σπουδές... Μερικοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της γλωσσολογικής γνώσης, όταν εκφέρουν γνώμη για επιστημονικά θέματα γλώσσας. Επειδή η γλώσσα τούς είναι κάτι οικείο, νομίζουν ότι έτσι εύκολα, χωρίς τα απαιτούμενα γνωστικά εφόδια και χωρίς την απαραίτητη βιβλιογραφική ενημέρωση, μπορούν να ασχολούνται σοβαρά σε εργασίες τους με διάφορα θέματα της γλωσσικής επιστήμης.

Τέλος, ο Α.Κ., υποστηρικτής της θεωρίας ότι η προφορά της Αρχαίας δεν ήταν διαφορετική από τη σημερινή, καλείται να αναλύσει ως προς το μέτρο έναν στίχο από τα ομηρικά έπη, π.χ. τον πρώτο της ραψωδίας  σ  της  Οδύσσειας:  ήλθε δεπί πτωχός πανδήμιος, ος κατά άστυ.  Ο Α.Κ. καλείται, ειδικότερα, να βγάλει το μέτρο του συγκεκριμένου στίχου, χωρίς να αναγνωρίσει τη διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων...

(βλ. και ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ)

Προσθήκη (Δεκέμβριος 2006). Ο Α.Κ. δεν έχει δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις για τα προαναφερθέντα. Στις αρχές του 2005 μάλιστα, σε διαδικτυακή συζήτηση, ισχυρίστηκε ότι τη δική του ιστοσελίδα επισκέπτονται περισσότεροι από αυτήν εδώ και ότι «αυτό τα λέει όλα»! Πρώτον, γεννάται το ερώτημα πώς γνωρίζει ο Α.Κ. πόσοι επισκέπτονται αυτήν εδώ την ηλεκτρονική σελίδα, ώστε να κάνει την «ευνοϊκή» για τον ίδιον σύγκριση. Δεύτερον, και έτσι να έχουν τα πράγματα, το «ποσοτικό» αυτό κριτήριο του Α.Κ. όχι μόνο δεν «τα λέει όλα», αλλά στην πραγματικότητα δεν λέει απολύτως τίποτε. Και προπάντων δεν λέει απολύτως τίποτε για τα συζητούμενα θέματα.


[4] Πολύς λόγος έχει γίνει για την προφορά του αρχαίου  -οι-  ως [i].  Το συμπέρασμα ότι το αρχαίο  -οι-  προφερόταν όπως το σημερινό βασίζεται στην παρερμηνεία ενός χωρίου του Θουκυδίδη (Β 54, 1994: 107): «σε τέτοια συμφορά έπεσαν οι Αθηναίοι και ταλαιπωρούνταν, αφού και μέσα στην πόλη πέθαιναν οι άνθρωποι κι έξω η γη τους ρημαζόταν. Στη δυστυχία τους, φυσικό ήταν να θυμηθούν και τον ακόλουθο στίχο, που οι γεροντότεροι έλεγαν ότι τραγουδιόταν παλιά:  πόλεμος θα έρθει δωρικός και λοιμός μαζί μαυτόν.  Φιλονικούσαν λοιπόν οι άνθρωποι κι υποστήριζαν μερικοί ότι οι παλιοί στον στίχο δεν πρόφεραν  λοιμός  (επιδημία) αλλά  λιμός  (πείνα), επικράτησε όμως τη στιγμή εκείνη, εύλογα, ότι η λέξη ήταν  λοιμός  (επιδημία) [ενίκησε δε επί του παρόντος εικότως λοιμόν ειρήσθαι], γιατί οι άνθρωποι ταίριαζαν τις αναμνήσεις τους σύμφωνα με κείνα που πάθαιναν. Αν όμως, νομίζω, κάποτε γίνει άλλος πόλεμος δωρικός, ύστερα από τούτον, και τύχει να πέσει λιμός, είναι πολύ πιθανόν ότι θα προφέρουν στον στίχο τη λέξη έτσι [κατά το εικός ούτως άσονται]».

Ο Χατζιδάκις (19242: 93-94) απάντησε ως εξής σε όσους ισχυρίζονταν ότι το ως άνω χωρίο αποδεικνύει την προφορά του  -οι-  ως [i]: «ουδαμώς αποδείκνυται δια του παρά Θουκυδίδη Β 54, 1 κειμένου ήξει Δωριακός πόλεμος και λοιμός αμαυτώ, ότι τότε το οι και το ι συνεχέοντο κατά την εκφώνησιν. Ο χρησμός φερόμενος άγραφος ανά τα στόματα των ανθρώπων (ανεμνήσθησαν του έπους φάσκοντες οι πρεσβύτεροι  πάλαι άδεσθαι), ηδύνατο, του μέτρου επιτρέποντος, και δια του λοιμός και δια του λιμός να εκφέρηται, τούτο δε και εγίνετο κατά τας εκάστοτε χρείας, ώστε οι άνθρωποι ηγνόουν ποτέρα εκφορά ην η γνησία, ήτοι αν  λοιμόν  (ήτοι   λο-ιμόν  όπως   βόηθα) ή   λιμόν   ενόει το καταρχάς ο θεός». Επίσης, ο Allen (2000: 104) γράφει ότι δεν αποκλείεται ο πρώτος από τους δύο φθόγγους του  -οι-  να είχε προσεγγίσει τον δεύτερο, ώστε το [οi] να προφερόταν περίπου σαν το γαλλ. feuille. Κατά τον Allen, η υπόθεση αυτή θα εξηγούσε πιο ικανοποιητικά τη σύγχυση για την οποία κάνει λόγο ο Θουκυδίδης. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αρχαία δίφθογγος  -οι-  συνέπεσε φωνητικά με το&nbssp; -ι-  αρκετά αργά, μόλις τον 10ο αι. μ.Χ., γιατί η απόσταση που χώριζε τα επιμέρους συστατικά της στοιχεία ως προς τον τρόπο αρθρώσεώς τους ήταν μεγάλη (για τη φωνητική εξέλιξη της  -οι-,  βλ. Μπαμπινιώτη 1985α: 119). Επομένως, είναι απίθανο να προφερόταν το  -οι-  όπως το  -ι-  ήδη από την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου. Άλλωστε, η προσεκτική ανάγνωση του παραπάνω κειμένου του Θουκυδίδη στο πρωτότυπο πείθει ότι οι λέξεις  λοιμός  και  λιμός  εκείνη την εποχή όντως διέφεραν μεταξύ τους ως προς την  προφορά  και όχι μόνο ως προς τη γραφή και τη σημασία: «ενίκησε δε επί του παρόντος εικότως λοιμόν  ειρήσθαι», «κατά το εικός ούτως  άσονται», γράφει ο μεγάλος αρχαίος ιστορικός.


ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ