ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
ΜΕΡΟΣ A’ |
|
|
1. |
|
1.1. |
Η
ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ |
1.1.1. |
Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ – ΜΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ |
1.1.2. |
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ |
1.2. |
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ |
1.2.1. |
ΤΟ ΠΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ |
1.2.2. |
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ |
|
|
2. |
|
2.1. |
Η
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΥΛΟΥ |
2.2. |
ΟΙ
ΗΧΟΜΙΜΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ |
2.3. |
Η
«ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ» |
2.4. |
Η «ΛΕΞΑΡΙΘΜΙΚΗ
ΘΕΩΡΙΑ» |
2.5. |
Η
ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΞΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ
ΔΑΝΕΙΕΣ |
2.6. |
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ: Η «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ» ΑΝΥΠΑΡΚΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΛΕΞΕΩΝ ΣΕ ΓΛΩΣΣΕΣ ΑΛΛΩΝ ΗΠΕΙΡΩΝ |
|
|
|
|
|
ΜΕΡΟΣ Β’ |
|
|
1. |
|
1.1. |
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ: ΓΡΑΦΗ, ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ, ΓΡΑΦΗΜΑ |
1.2. |
ΕΙΔΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ
–
Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ |
1.3. |
ΤΟ
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ |
1.4. |
ΤΟ
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ |
|
|
2. |
|
2.1. |
H
ΛΕΞΗ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ |
2.2. |
ΟΙ
ΛΕΞΕΙΣ ΑΦΤΙ ΚΑΙ ΑΒΓΟ |
2.3. |
Η
ΛΕΞΗ ΒΡΟΜΑ |
2.4. |
Η
ΛΕΞΗ ΑΛΛΙΩΣ |
2.5. |
ΟΙ
ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΛΙΟΣ- ΔΙΚΙΟ- ΕΛΙΑ |
2.6. |
Η
ΛΕΞΗ ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ |
|
|
|
|
|
ΜΕΡΟΣ Β’
2. ΘΕΜΑΤΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑΣ
Xαρακτηριστικά
παραδείγματα ερασιτεχνισμού στον χώρο της ορθογραφίας αποτελούν οι απόψεις που
υποστήριξε η φιλόλογος Άννα Τζιροπούλου- Ευσταθίου σε άρθρο της (εφημ. Το
Βήμα, 31.8.1997) για τη γραφή των λέξεων καλύτερος, αφτί- αβγό, βρόμα,
αλλιώς, με αφορμή προηγούμενο δημοσίευμα γνωστού καθηγητή γλωσσολογίας στην
ίδια εφημερίδα, η ορθογραφική της επιλογή ως προς τη λέξη δίκιο, καθώς
και η άποψη του φιλολόγου Απόστολου Τζαφερόπουλου για τη γραφή της λ.
ορθοπαιδική (εφημ. Ελληνική Αγωγή, φύλλο Μαρτίου 2000). Πιο
συγκεκριμένα, για τους δύο αυτούς φιλολόγους οι παραπάνω λέξεις ορθογραφούνται
ως εξής: καλλίτερος, αυτί- αυγό, βρώμα, αλλοιώς, δίκηο και
ορθοπεδική. Ο ίδιος καθηγητής μάλιστα σε δεύτερο άρθρο του στο Βήμα
(21.9.1997) επεσήμανε μεταξύ άλλων τα εξής: «τα γραφόμενα από την κυρία Ά. Τζ.
ενδιαφέρουν περισσότερο γιατί αντιπροσωπεύουν το φαινόμενο του ανενημέρωτου
γλωσσολογικά φιλολόγου («ανημέρωτου» λένε μερικοί»!…), που έχει επιπτώσεις στην
όλη ποιότητα της παιδείας μας, όταν έχουμε να κάνουμε με (λίγους ευτυχώς)
φιλολόγους οι οποίοι από άγνοια (δεν τα έχουν διδαχθεί στο Πανεπιστήμιο) ή
αδιαφορία διδάσκουν άλλα αντί άλλων. Τέτοια φαινόμενα φέρνουν την επιστήμη από
τον 21ο αιώνα στην προεπαναστατική Ελλάδα των αρχών του 19ου
αιώνα και ακόμη παλαιότερα».
Η Ά. Τζ.
δημοσίευσε για το θέμα της ορθογραφίας ένα ακόμη ατυχές άρθρο (εφημ.
Ελληνική Αγωγή, φύλλο Νοεμβρίου 1997). Εκεί, εμφάνισε άλλη μια φορά τα
διδάγματα της γλωσσολογίας για την ορθογραφία των λέξεων καλύτερος, αφτί,
αβγό κ.λπ. ως δήθεν απόψεις του συγκεκριμένου γλωσσολόγου και βάφτισε την
απόκλισή της από τη γλωσσική επιστήμη διαφορετική γνώμη από αυτήν του καθηγητή.
Η φιλόλογος είχε υποστηρίξει και από τις στήλες του Βήματος ότι τάχα
υπάρχει μια διχογνωμία ανάμεσα στον καθηγητή και την ίδια για το εν λόγω θέμα.
Επίσης, στο φύλλο της Ελληνικής Αγωγής που προαναφέρθηκε, ο ανώνυμος
συντάκτης ενός κειμένου έκανε και αυτός λόγο για διαφωνία μεταξύ του καθηγητή
της γλωσσολογίας και της Ά. Τζ. σε ζητήματα ορθογραφίας. Μα, ο γλωσσολόγος
αυτός στον πρόλογο του τελευταίου κειμένου του κατέστησε σαφές ότι στο πρώτο του
δημοσίευμα δεν εξέφρασε υποκειμενικές απόψεις για το συζητούμενο θέμα, αλλά
ανέφερε την επιστημονική ετυμολογία μερικών λέξεων, που αποτελεί «τρέχον
νόμισμα» για όσους είναι εξοικειωμένοι με τα διδάγματα της γλωσσολογίας. Ο
εκτενής πρόλογος του άρθρου αυτού στο Βήμα είναι η καλύτερη απάντηση
στους ισχυρισμούς της φιλολόγου και του ανώνυμου αρθρογράφου της Ελληνικής
Αγωγής για διάσταση απόψεων σχετικά με την ορθογραφία των λέξεων
καλύτερος, αφτί, αβγό κ.λπ. – όμως, και ο φιλόλογος Απόστολος Τζαφερόπουλος
(εφημ. Ελληνική Αγωγή, φύλλο Νοεμβρίου 1999) εξακολουθεί να κάνει λόγο
για διχογνωμία σχετικά με την ορθογραφία των λέξεων αυτών. Τέλος, η Ά. Τζ. στο
δεύτερο δημοσίευμά της εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της από το γεγονός ότι ο
καθηγητής τής καταλόγισε άγνοια εξαιτίας των εσφαλμένων απόψεων που υποστήριξε.
Ωστόσο, από κανένα σημείο των κειμένων της δεν προκύπτει ότι γνώριζε την
επιστημονική ετυμολογία των συγκεκριμένων λέξεων…
Αναλυτικά:
2.1. Η ΛΕΞΗ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ
Η λ.
καλύτερος αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση της λεγόμενης
αναλογίας στη γλώσσα. Ειδικότερα, αναλογικός
σχηματισμός αποκαλείται «το φαινόμενον εκείνο, καθ’ ο γλωσσικόν τι
στοιχείον πλάττεται ή μεταβάλλεται κατ’άλλο ή κατ’άλλα υπάρχοντα και γνωστά τοις
λαλούσιν» (Χατζιδάκις 1915 α: 125). Η αναλογία (analogy)
δηλ. σημαίνει τη μεταβολή (analogical
change) ή τη δημιουργία
(analogical
creation) ενός γλωσσικού στοιχείου υπό την επίδραση άλλου, πιο γνωστού ή πιο
συχνού στη χρήση μιας γλώσσας (βλ. και
Bynon
1993: 32- 43).
Kαι
επειδή στην προκειμένη περίπτωση ο συνειρμός των στοιχείων αυτών μπορεί να
γίνεται λόγω της σημασίας τους, η
Aitchison
(19912: 153) ορίζει ως ακολούθως την αναλογία: «the
tendency of items that are similar in meaning to become similar in form»
[«η τάση των στοιχείων που είναι παρόμοια στη σημασία να γίνουν παρόμοια στη
μορφή»]. Για παράδειγμα, προϊόν αναλογικής μεταβολής είναι το κρύο, που
ετυμολογείται από το αρχ. ( το ) κρύος, με αποβολή του τελικού
-ς σύμφωνα με τους άσιγμους τύπους της ονομαστικής των ουδετέρων
(Χατζιδάκις 1905: 5)· ενώ προϊόν αναλογικής δημιουργίας αποτελεί
o
σχηματισμός του αγγλ.
cheese-burger
σύμφωνα με το
ham-burger,
που όμως δεν βασίζεται στο
ham
«ζαμπόν», αλλά στο τοπωνύμιο
Hamburg
«Αμβούργο» (Bynon
1993: 40)!
Παραδείγματα αναλογίας με
ορθογραφικό ενδιαφέρον αποτελούν οι σχηματισμοί: του νεοελληνικού είναι
(< μεσν. έναι < αρχ. ένι ) κατά τα είμαι, είσαι
(Χατζιδάκις 1905: 564- 568, 1977: 62, 143)· του
έξι
(< αρχ.
εξ)
πιθανώς σύμφωνα με το
είκοσ-ι
(ΛΝΕΓ, λ.
έξι
)· του καλύτερος,
που μας ενδιαφέρει εδώ, κατά τα βαθύτερος, γλυκύτερος, παχύτερος, ταχύτερος
κ.λπ. (Χατζιδάκις 1905: 577- 585, 1934: 559- 561, 1977: 137- 143)· του
πρωτύτερος (αντί πρωτότερος ) αναλογικά προς τα ταχύτερος,
βραδύτερος κ.λπ. (Χατζιδάκις 1905: 577- 585)·
τέλος, του τέσσερεις (< αρχ. τέσσερες ) κατά το τρεις
(Χατζιδάκις 1905: 617, 1907: 506, 1934: 630, Τριανταφυλλίδης 1965: 355).
Ως προς τη λέξη
καλύτερος, η φιλόλογος στο τελευταίο κείμενό της προσπάθησε πάλι να
δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, δηλ. τη γραφή καλλίτερος. Φυσικά,
άφησε αναπάντητο ένα εύλογο ερώτημα που της ετέθη, δηλ. πώς θα γραφούν τα
συγκριτικά μεγαλύτερος, κοντύτερος, χοντρύτερος, αρχύτερα και
πρωτύτερα, που δεν έχουν αρχαίους τύπους. Αυτά, επειδή σχηματίζονται κατά τα
συγκριτικά σε -ύτερος των επιθέτων σε -ύς ( ευρύς-
ευρύτερος, βαρύς- βαρύτερος κ.λπ.), γράφονται σωστά με -υ-. Το
καλύτερος δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία; Για να δικαιολογήσει την
εσφαλμένη γραφή με -ι- ( καλλίτερος ), η Ά. Τζ. υποστήριξε ότι
το κάλλιο, που χρησιμοποιούμε μεταξύ άλλων στην παροιμιώδη φράση
«κάλλιο αργά παρά ποτέ», προέρχεται από το καλλίτερα (!) Κατά τη
φιλόλογο, αφού το κάλλιο γράφεται με -ι-, άρα και το
καλύτερα γράφεται με -ι- ( καλλίτερα )! Μόνο που το
κάλλιο, που επικαλείται η Ά. Τζ., δεν ετυμολογείται από τον ανύπαρκτο τύπο
καλλίτερα, αλλά από το αρχαίο επίρρημα κάλλιον (βλ. ΛΝΕΓ, λ.
κάλλιο ). Επομένως, ο συλλογισμός με τον οποίον η φιλόλογος προσπάθησε να
δικαιολογήσει τη γραφή καλλίτερος είναι αυθαίρετος (την πρώτη φορά
ισχυρίστηκε ότι το καλύτερος προέρχεται από το …καλλίων, ενώ τη
δεύτερη ότι το κάλλιο ετυμολογείται από το …καλλίτερα. Κάθε
φορά η Ά. Τζ. προσπαθεί με διαφορετικό τρόπο να αποδείξει ότι το καλύτερος
γράφεται με -ι- ). Όπως εξήγησε αναλυτικά ο Χατζιδάκις (1905: 577- 585),
το συγκριτικό καλύτερος γράφεται βεβαίως με ύψιλον, γιατί έχει
σχηματιστεί κατά τον αντίστοιχο βαθμό των επιθέτων σε -ύς (πλατύς-
πλατύτερος, ταχύς- ταχύτερος κ.λπ.). Ας προστεθεί, επίσης, ότι από την
επιστημονική- ετυμολογική ορθογραφία της συγκεκριμένης λέξης αποκλίνει και ο
Απόστολος Τζαφερόπουλος ( Ελληνική Αγωγή, φύλλο Μαρτίου 1998),
που γράφει επανειλημμένως καλύτερο με -ι- (καλλίτερο),
μολονότι είναι αυτός που διδάσκει την ετυμολογία στη σχολή αρχαίων
Ελληνικών Ελληνική Αγωγή !
Tέλος,
ας σημειωθεί ότι η Ά. Τζ. στο δεύτερο κείμενό της απέρριψε την ετυμολογικά
δικαιολογημένη γραφή καλύτερος, επειδή γενικότερα αξιολογεί αρνητικά
την αναλογία στη γλώσσα, θεωρώντας ότι οδηγεί σε αυθαίρετη ορθογραφική
απλούστευση. Ωστόσο, απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό θα μπορούσαν να αποτελέσουν
τα όσα γράφει ο Χατζιδάκις (1905: 181- 182): «αναλογία είναι κατ’ αλήθειαν
πνευματική εργασία ουχί νωθρότης. Αν δε τις είναι έτοιμος να
υπολάβη απόβλητα τα της ενεργείας ταύτης […], δεν θα τολμήση, νομίζομεν, να
καταδικάση αυτήν επίσης, όταν μάθη, ότι αύτη εγέννησε και το Ομηρ. πατέρος
αντί πατρός, το κοινόν πατέρων αντί πατρών […] και
άπειρα άλλα τοιαύτα». Κατά συνέπεια, δεν έχει επιστημονική βάση η εντύπωση της
Ά. Τζ. ότι η γραφή καλύτερος έναντι της εσφαλμένης παλαιότερης
καλλίτερος αποτελεί προϊόν άκριτης απλοποίησης. Και δεν μπορεί να
διδάσκεται σήμερα, ειδικά μάλιστα από μία φιλόλογο, ότι τάχα η ορθή γραφή της
λέξης αυτής είναι καλλίτερος – για τη λ. καλύτερος βλ. και το
Α΄, 1.1.1.
2.2. ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΑΦΤΙ
ΚΑΙ ΑΒΓΟ
Τα
αφτί και αβγό αποτελούν λέξεις με νέους – σε σχέση με την αρχαία
Ελληνική – φθόγγους, οι οποίοι θα πρέπει να παριστάνονται με την απλούστερη
γραφή. Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί εξαρχής ότι απλούστερη εδώ δεν σημαίνει
απλοποιημένη γραφή, εφόσον οι καινούργιοι φθόγγοι στις λέξεις αυτές (ο [f]
στο [aftí]
και ο [v]
στο [avγó])
θα πρέπει να αποδοθούν ορθογραφικά με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, δηλ.
με -φ- και -β- αντίστοιχα.
Aναλυτικά:
Ο Αδ.
Κοραής είχε ετυμολογήσει τη λ. αφτί από το *αυτίον,
υποκοριστικό του δωρικού αυς- αυτός, τύπου που παραθέτει ο λεξικογράφος
του 5ου αι. μ.Χ. Ησύχιος και αντιστοιχεί στο αττ. ους- ωτός.
Ωστόσο, οι Κ.
Foy,
Γ. Χατζιδάκις (1907: 322),
P.
Kretschmer, Μ.
Tριανταφυλλίδης
(1965: 325- 330) κ.ά. μας διαφώτισαν για την ετυμολογική προέλευση, τη φωνητική
εξέλιξη και την ορθογραφική παράσταση των λ. αφτί και αβγό :
το αφτί έχει σχηματιστεί από τη συνεκφορά τα ωτία, ενώ το
αβγό από τη συνεκφορά τα ωά · η φωνητική εξέλιξη των δύο τύπων
θα μπορούσε να θεωρηθεί παράλληλη: τα ωτία > ταουτία > ταφτία > τ’αφτί
και τα ωά > ταουά > ταγουά > ταουγά > ταβγά > τ’αβγό.
Στην προέλευση του αφτί από το αττικό ωτίον και όχι από το
αμάρτυρο δωρικό αυτίον συνηγορεί και ο τ. ωτίν (< ωτίον),
που έχει επιβιώσει στις αρχαιοπινείς διαλέκτους του Πόντου και της Καππαδοκίας
(Μπαμπινιώτης 1997 γ). Άρα, το αφτί θα πρέπει να γράφεται με -φ-
και το αβγό με -β-, γιατί τα γράμματα αυτά αντιπροσωπεύουν
φθόγγους που προέκυψαν από φωνητική εξέλιξη.
Προκειμένου να αποδείξει ότι το αφτί πρέπει δήθεν να γράφεται με -υ-,
η Ά. Τζ. επανέλαβε την παραπάνω άποψη του Κοραή, σύμφωνα με την οποία η λέξη
ετυμολογείται από το αμάρτυρο δωρικό αυτίον. Ωστόσο, τέτοιες
ετυμολογίες αποτελούσαν τη βάση της αιολοδωρικής θεωρίας, που
υποστήριξαν παλαιότερα μεταξύ άλλων ο Αθ. Χριστόπουλος, ο Αδ. Κοραής και ο Κωνστ.
Οικονόμος: σύμφωνα με αυτούς τους μελετητές, η νέα Ελληνική κατάγεται από την
αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο·
ειδικότερα, κατά τους οπαδούς της συγκεκριμένης θεωρίας, η νέα Ελληνική
διακρίνεται σε δύο μορφές, αυτήν του γραπτού λόγου, που ταυτίζεται σχεδόν με την
αρχαία αττική διάλεκτο, και αυτήν του προφορικού, που προέρχεται από την αρχαία
Αιολική και τη Δωρική (Καλιτζοπούλου- Παπαγεωργίου 1991: 29). Στον αντίποδα της
εν λόγω θεωρίας, ο Χατζιδάκις ήδη από τα τέλη του 19ου αι. δίδαξε την
κοινώς αποδεκτή σήμερα επιστημονική αλήθεια, ότι η Αλεξανδρινή Κοινή (3ος
αι. π.Χ.- 6ος αι. μ.Χ.), από την οποία προέρχεται μέσω της
μεσαιωνικής (6ος αι.- 18ος αι.) η σύγχρονη Ελληνική,
βασίστηκε στην αττική διάλεκτο της Αρχαίας όχι μόνο ως προς τον γραπτό,
αλλά και ως προς τον προφορικό λόγο (Χατζιδάκις 1977: 296). Επομένως, δεν είναι
επιστημονικό να εντοπίζονται σε σύγχρονους τύπους αιολικά και δωρικά στοιχεία
(όπως το *αυτίον στην προκειμένη περίπτωση) που έχουν εξαλειφθεί από
την Ελληνική εδώ και αιώνες: όπως επεσήμανε χαρακτηριστικά ο Χατζιδάκις (1977:
258), «και τα της γλώσσης [στοιχεία] αναπτύσσονται συν τω χρόνω, […] άρα έχουσιν
ιστορίαν, και ανάγκη απαραίτητος να λαμβάνηται υπ’ όψιν προς τοις άλλοις και ο
χρόνος καθ’ ον έκαστον τούτων ήτο εν χρήσει ή καθ’ ον απώλετο».
Είναι
χαρακτηριστικό μάλιστα το ακόλουθο χωρίο του καθηγητή που απάντησε στην Ά. Τζ.
από τις στήλες του Βήματος για τα θέματα αυτά: «για να εντυπωσιάσει
προφανώς και να πείσει για τις ετυμολογίες που ανασύρει από το παρελθόν, η
κυρία Ά. Τζ. παραπέμπει στο «έγκριτο Λεξικό των
Liddell
και Scott».
Αγνοεί όμως ποια είναι η έγκυρη έκδοση του
L.-
S.
στην οποία πρέπει να παραπέμψει! Αγνοεί δηλ. την έκδοση του 1940 (την ενάτη),
όπως αγνοεί και την έκδοση του 1996 (με ενσωματωμένες διορθώσεις, βελτιώσεις
κ.λπ.)! Στις εκδόσεις αυτές δεν υπάρχει, φυσικά, τέτοια ετυμολογία. Και πού
παραπέμπει; Στην ελληνική έκδοση του 1900 που είναι μετάφραση της 7/ 8ης
έκδοσης του L.-
S.
του 1897! Εκεί οι Έλληνες μεταφραστές – όχι φυσικά το
L.-
S.
– έχουν περιλάβει απλώς την ετυμολογία του Κοραή. Αυτό το προβάλλει η κυρία Ά.
Τζ. ως επικρότηση της ετυμολογίας του Κοραή από το
L.-
S.!
Πλήρης σύγχυση με το ελαφρυντικό της γλωσσολογικής άγνοιας… ». Δεν είναι,
άλλωστε, η μόνη φορά που η Ά. Τζ. ακολουθεί μια τέτοια πρακτική. Ο Χαραλαμπάκης
(1997: 250), ασκώντας κριτική σε μια εργασία της ίδιας φιλολόγου, γράφει μεταξύ
άλλων τα ακόλουθα: «η βιβλιογραφία στην οποία στηρίζεται η εργασία αυτή (βλ. σσ.
584 κ.ε.) είναι εντελώς ασήμαντη. Δεν υπάρχει καμιά σχεδόν αναφορά σε σύγχρονους
Έλληνες ή ξένους γλωσσολόγους […]. Για δημιουργία εντυπώσεων αναφέρεται στον
«ακαδημαϊκό κ. Ντελόπουλο» (σ. 45), ενώ πρόκειται για συνταξιούχο συντάκτη του
Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι εξοργιστικές οι ανεξακρίβωτες
πληροφορίες που παρατίθενται φύρδην μίγδην, χωρίς καμιά συνοχή και λογικό
ειρμό». Ας επιστρέψουμε, όμως, στο θέμα μας.
Για να αποδείξει ότι το
αβγό πρέπει τάχα να γράφεται με -υ-, η φιλόλογος ισχυρίστηκε ότι
το -υ- στη λέξη αυτή αποτελεί εξέλιξη του αρχαίου δίγαμμα (
F
): ωFόν
> αυγό. Ωστόσο, δεν εξήγησε
επιστημονικά την εμφάνιση καθενός από τα φωνήματα στον νεοελληνικό τύπο
αυγό, πράγμα που θα απαιτούσε η έγκυρη ετυμολόγησή του. Ενώ, ειδικά ως προς
το δίγαμμα, γεννάται το εξής ερώτημα: αφού έπαψε να προφέρεται στην Ιωνική-
Αττική πριν από την κλασική περίοδο, πώς έδωσε το υποτιθέμενο -υ- του
αβγό, ενός τύπου που, σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη (1965: 328), δεν
εμφανίζεται νωρίτερα από τους μεσαιωνικούς χρόνους; Όσον αφορά στο αρχαίο
δίγαμμα και την επιβίωσή του στη σύγχρονη Ελληνική, ο Χατζιδάκις (1907: 316)
έγραφε χαρακτηριστικά: «και περί του δίγαμμα ανάγκη να γίνη εκτενής λόγος, το
μεν διότι μεγάλη κατάχρησις αυτού εγένετο υπό των ερασιτέχνων [στον Χατζιδάκι,
γενική πληθυντικού της λ. ο ερασίτεχνος], ετυμολογούντων τας λέξεις της
ημετέρας Ελληνικής και πολλά άτοπα και πλημμελή περί τούτου προηνέχθησαν
[προφέρθηκαν], τούτο δε διότι η εξήγησις των τυχών αυτού μέγα συμβάλλεται εις το
ζήτημα περί της καταγωγής της νέας Ελληνικής». Πιο συγκεκριμένα, ο μεγάλος
γλωσσολόγος παρατηρεί ακολούθως ότι το δίγαμμα εξακολούθησε να προφέρεται στην
αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο για μεγαλύτερο διάστημα σε σχέση με την
Ιωνική- Αττική. Άρα, κατ’αυτόν, ο εντοπισμός του δίγαμμα στη νέα Ελληνική θα
αποτελούσε απόδειξη της αιολικής και δωρικής καταγωγής της. Από την έρευνά του,
όμως, προκύπτει το εξής συμπέρασμα (Χατζιδάκις 1907: 322): «βέβαια και
αναντίλεκτα λείψανα του F
είναι μόνα τα Τσακωνικά και το
Βοίτυλος [βλ. το Α’, 1.1.1.], πάντα δε τάλλα, όσα τούτου τεκμήρια
μέχρι τούδε προηνέχθησαν [προφέρθηκαν], είναι πλημμελή και άτοπα, διαφοροτρόπως
δυνάμενα και οφείλοντα να ερμηνευθώσιν». Άρα, και ο τ. αβγό, ο οποίος
πράγματι ανάγεται στο αρχ. ωFόν,
δηλ. σε τύπο με
F,
δεν διασώζει σήμερα το αρχαίο δίγαμμα
υπό μορφήν -υ-.
Σχετικά με τις λέξεις
αφτί και αβγό, η Ά. Τζ. στο δεύτερο άρθρο της υποστήριξε και πάλι
απόψεις που δείχνουν απόκλιση από τα σχετικά επιστημονικά διδάγματα. Άφησε,
βεβαίως, αναπάντητα μερικά ερωτήματα, όπως π.χ. πώς εξηγείται ο τύπος ωτίν
των ελληνικών αρχαιοπινών διαλέκτων του Πόντου και της Καππαδοκίας ή πώς το
δίγαμμα, αφού σιγήθηκε στην Ιωνική- Αττική από την προκλασική περίοδο,
έδωσε το υποτιθέμενο -υ- του μεσαιωνικού αυγό. Η φιλόλογος στο
τελευταίο άρθρο της δήλωσε ότι οι ετυμολογίες που έχουν προτείνει οι γλωσσολόγοι
για τα αφτί και αβγό δεν είναι αποδεδειγμένες. Μα, ούτως ή
άλλως η ετυμολόγηση των λέξεων είναι δύσκολη, γιατί η ορθότητά της δεν
«αποδεικνύεται» ούτε από λογικά πορίσματα ούτε από πειραματική διαδικασία (βλ.
Picoche
1992: 3). Το θέμα είναι, όμως, οι ετυμολογίες που προτείνει κανείς να έχουν
επιστημονική βάση. Ο μη πειραματικός χαρακτήρας της
διαδικασίας για την ανεύρεση του ετύμου (βλ. άρθρο Άδ. Γεωργιάδη στην
Ελληνική Αγωγή, φύλλο Νοεμβρίου 1999) δεν μπορεί να αποτελέσει
πρόσχημα για σύγχυση επιστημονικότητας και ερασιτεχνισμού στα πλαίσια ενός
άκρατου σχετικισμού. Η Ά. Τζ., επίσης, επανέλαβε δογματικά ότι οι γραφές
των λέξεων αφτί και αβγό με -φ- και -β-
αντίστοιχα αποτελούν αδόκιμους τύπους της δημοτικής. Δεν φαίνεται να γνωρίζει τη
γενική αρχή ότι η ορθογραφία μιας λέξης δεν αποτελεί θέμα δημοτικής ή
καθαρεύουσας, αλλά κατά κανόνα ρυθμίζεται από την επιστημονική ετυμολογία της. Η
φιλόλογος παρέπεμψε, ακόμη, στο παλιό λεξικό του Δημητράκου, όπου η ετυμολογική
ορθογραφία των λέξεων της νέας Ελληνικής δεν εφαρμόζεται πολύ αυστηρά, και
ανέφερε ότι στους συντάκτες του έργου αυτού συγκαταλέγονται οι Γ. Χατζιδάκις και
Ν. Ανδριώτης. Ωστόσο, ο Τριανταφυλλίδης (1965: 325- 330) ήδη από το 1943 έχει
δώσει απάντηση σε έναν επιστολογράφο της Νέας Εστίας, ο οποίος είχε
εκφράσει την απορία πώς συμβαίνει επιστήμονες, κατά τα έργα ή τις επιτροπές όπου
συμμετείχαν, να ακολουθούν διαφορετικές γραφές. Ο Τριανταφυλλίδης επεσήμανε ότι
το φαινόμενο αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει, αφού η προσαρμογή μιας προσωπικής
θέσης σε συλλογική απόφαση ή γενική αρχή είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίον
μπορεί να ληφθεί μια ομαδική απόφαση. Επομένως, η παραπομπή εκ μέρους της Ά. Τζ.
στο λεξικό του Δημητράκου δεν έχει καμία απολύτως αξία.
Στο ερώτημα που
της ετέθη πώς προέκυψε το -α- της λέξης αβγό, η Ά. Τζ.
απάντησε ότι το γράμμα αυτό οφείλεται σε απλή …εναλλαγή των φωνηέντων, όπως αυτή
των τύπων πρώτος- πράτος, ώριστος- άριστος(!). Η φιλόλογος, όμως, θέτει
και εκείνη ερωτήματα σχετικά με την προέλευση του -γ- στον τύπο
αβγό και του -φ- στον τύπο αφτί. Ακόμη, ρωτάει γιατί στον
έναν τύπο υπάρχει -β-, ενώ στον άλλον -φ-. Η απάντηση στο
πρώτο από τα τρία αυτά ερωτήματα είναι η εξής: το
ημιφωνικό στοιχείο -γ- > στο αβγό
αναπτύχθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο ταουά για αποφυγή της χασμωδίας.
Απάντηση στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα της φιλολόγου δίνει το ακόλουθο χωρίο
του Τριανταφυλλίδη (1965: 327) για τη φωνητική εξέλιξη των λέξεων αφτί
και αβγό (τα ωτία > ταουτία…- τα ωά > ταουά… ): «το
μισόφωνο -u-
έγινε στα παραπάνω παραδείγματα κοντά στον άηχο φθόγγο (τ) ή τον ηχηρό (γ) που
ακολουθούσαν, διχειλικό στην αρχή και έπειτα χειλοδοντικό -φ- ή -β-
– όπως προφέρομε και σήμερα τα δυο αυτά γράμματα – ακολουθώντας τον ίδιο περίπου
δρόμο που πήραν και οι αρχαίοι δίφθογγοι -αυ-, -ευ-, που και αυτοί
είχαν σε όλη την αρχαιότητα την προφορά -αου-, -εου-».
Στο τρίτο ερώτημα δηλ. η απάντηση είναι η εξής: στο αβγό υπάρχει
-β-, για⛬ί το επόμενο σύμφωνο (-γ-) είναι ηχηρό, ενώ το αφτί
έχει -φ-, γιατί το σύμφωνο που ακολουθεί (-τ-) είναι άηχο.
Προκειμένου να υποστηρίξει την άποψη του Κοραή ότι το αφτί προήλθε δήθεν από τον αμάρτυρο τύπο αυτίον, υποκοριστικό του τύπου αυς, αυτός της δωρικής διαλέκτου, η φιλόλογος Ά. Τζ. προέβαλε το ακόλουθο επιχείρημα: παρέθεσε ένα απόσπασμα από κείμενο του Ν. Ανδριώτη, όπου ο αείμνηστος γλωσσολόγος μιλάει για επιβίωση διαλεκτικών στοιχείων σε διάφορες φάσεις της Ελληνικής. Το χωρίο, όμως, αυτό είναι εντελώς άσχετο με το συζητούμενο θέμα και δεν αποδεικνύει σε καμιά περίπτωση ότι «διεσώθη ο δωρικός τύπος “αυς”», όπως διατείνεται η Ά. Τζ. ή ότι «ο Κοραής έχει δίκηο [sic]», όπως αγλωσσολόγητα γράφει. Αντίθετα, το αττικό ωτίον, από όπου προέρχεται το σωζόμενο σε νεοελληνικές συντηρητικές διαλέκτους ωτίν, ήταν αυτό που έδωσε τον τύπο αφτί. Για την επιβίωση, όμως, του τύπου ωτίν στις διαλέκτους του Πόντου και της Καππαδοκίας, η φιλόλογος αποφεύγει να κάνει λόγο αφήνοντας αναπάντητο το σχετικό ερώτημα που της ετέθη. Τέλος, δεν έχει επιστημονική βάση η απόπειρα του Αθανασίου Αβελλίου να ετυμολογήσει το αβγό από το αυγάζω «φωτίζω» και το αφτί από τη δοτική τω αυτί του δωρικού αυς, προκειμένου να υποστηρίξει τις γραφές με -υ- (περιοδ. Δαυλός, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2002). Το ρ. αυγάζω δεν μπορεί να δώσει ένα τέτοιο παράγωγο όπως το αυγό ούτε μπορεί το αυτί να προέρχεται από τύπο δοτικής! – σε ένα χωρίο του Τριανταφυλλίδη (1965: 326), ωστόσο, μπορεί να εντοπίσει κανείς την πραγματική αιτία της προσκόλλησης ορισμένων στις αναθεωρημένες από τη γλωσσική επιστήμη γραφές αυτί, αυγό (αντί των ορθών αφτί, αβγό )· ο αείμνηστος γλωσσολόγος είχε πει κάποτε απευθυνόμενος στον Γάλλο νεοελληνιστή Η. Pernot: «[…] όταν επιστρατεύωνται προλήψεις βαθιοριζωμένες, όταν εξαφανίζεται η λογική και ξεσπούν τα πάθη, φαντάζεστε πως απομένει καιρός για εξήγηση και συζήτηση για το αν χρειάζωνται τα αυτιά -φ- ή -υ- ;».
Προσθήκη (Δεκέμβριος 2006). Γράφει ο Κωνσταντίνος Π. σε διαδικτυακό χώρο: «[...] αφτί και [...] αβγό. Και τώρα το θυμηθήκαμε αυτό, μετά από τουλάχιστον 1000 χρόνια που έγινε αυτή η εξέλιξη της λέξης και η μεταγραφή της; Και θα πετάξουμε 800 χρόνια μεσαιωνικής ιστορίας και άλλα 200 νεότερη που γράφεται “αυτί”; Και μεις στο Μεσολόγγι λέμε το “ποδάρι” αντί για “πόδι” και υπάρχει και επιχείρημα ότι είναι σωστότερο, (υποκοριστικό “ποδαράκι” αντί για “ποδάκι”), αλλά δεν προτείνει κανένας να αντικαταστήσουμε τη λέξη “πόδι” [...] Το θέμα είναι ότι το κράτος προωθεί τροποποιήσεις της επίσημης γλώσσας (συγκεκριμένα απλοποίηση) και πάντα ακούγονται ένα σωρό επιχειρήματα ΜΟΝΟ προς αυτήν την κατεύθυνση». Σχόλια: βασικός σκοπός εδώ είναι να δειχθεί ότι οι γραφές αυτί και αυγό δεν είναι δικαιολογημένες ετυμολογικά. Αν κάποιος δεν θέλει να εγκαταλείψει τη γραφή αυτί, ας την επιλέξει, εν γνώσει του όμως ότι δεν ακολουθεί την ετυμολογική γραφή της συγκεκριμένης λέξης. Πάντως, όπως δεν είναι εύκολο να αγνοηθούν οι γραφές αυτί και αυγό, που είναι οι συνηθέστερες, έτσι δεν είναι εύκολο να παραβλεφθούν και οι γραφές αφτί και αβγό, που και αυτές χρησιμοποιούνται κατά κόρον και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της γλωσσικής πραγματικότητας. Ο παραλληλισμός με το πόδι- ποδάρι είναι άστοχος, γιατί εδώ μιλάμε για θέματα ετυμολογικής ορθογραφίας. Δικαιολογημένα δεν προτείνει κανείς να αντικατασταθεί το πόδι από το ποδάρι, που άλλωστε στην Κοινή Νεοελληνική έχει μια τέτοια υφολογική χροιά, ώστε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακριβώς στη θέση του πόδι. Διαφορετικό είναι το θέμα του αφτί (και του αβγό): πρόκειται για ορθογραφικά θέματα. Και ας επαναληφθεί ότι οι γραφές αυτές είναι υπαρκτές. Τέλος, με αφορμή τις γραφές αυτί και αυγό, δεν είναι σωστό να γίνεται λόγος για «απλοποίηση». Από τα προαναφερθέντα είναι σαφές ότι οι γραφές αφτί και αβγό δεν είναι απλοποιημένες.
2.3. Η ΛΕΞΗ ΒΡΟΜΑ
Ο
Χατζιδάκις (1977: 259- 260) έχει διευκρινίσει ποια είναι η επιστημονική
ετυμολογία της λέξης βρόμα, που ρυθμίζει την ορθογράφησή της με -ο-:
«την λέξιν βρόμα παρήγον πολλοί εκ του γνωστού «σκωλήκων βρώμα και
δυσωδία». Αλλ’ ουδείς ηρώτα, πώς συμβαίνει να σχηματίζηται εξ αυτού το ρήμα
βρωμείν, αφού εκ των εις -μα ονομάτων δεν παράγονται ρήματα
εις -έω · ή πώς ήτο δυνατόν να παράγωνται εξ αυτού τόσον πλήθος
παραγώγων και συνθέτων, αφού αι εκ της εκκλησιαστικής γλώσσης εισαχθείσαι εις
την συνήθειαν άλλαι λέξεις [οι άλλες λέξεις που προέρχονται από την
εκκλησιαστική γλώσσα και μπήκαν στην καθομιλουμένη] δεν χρησιμεύουσι συνήθως εις
παραγωγήν και σύνθεσιν· και το σπουδαιότατον, πώς συμβαίνει να ευρίσκηται η
λέξις ήδη προ Χριστού εν τη Π. Δ. και βραδύτερον παρά Φρυνίχω επί της δυσωδίας.
Πάντα ταύτα τα απορήματα εξαφανίζονται, όταν γνωσθή ότι ήδη π. Χ. το όνομα ο
βρόμος (εκ του βρέμειν ) εδήλωσε προς τω ψόφω, κρότω [εκτός από τον
θόρυβο, κρότο] και την εκ τινων ψόφων προερχομένην κακήν οσμήν· πρβλ. Ησυχ.
βρομήσει, φυσήσει, ψοφήσει και το πασίγνωστον ουχ όμοιος ο ψόφος.
Ότι δε ρήμα τι δύναται προς τη κυρία σημασία [εκτός από τη βασική σημασία] να
δηλώση και την ευθύς μετά την πρώτην συνήθη επομένην, δήλον εκ τε άλλων πολλών
και εκ του πίπτειν εν τη μάχη δηλούντος ου μόνον την πτώσιν αλλά και
τον επερχόμενον θάνατον·
πρβλ. και ψοφείν = κροτείν,
πίπτειν μετά κρότου (επί των υποζυγίων), αποθνήσκειν. Όμοιον τω ψοφείν
είναι το ομ. δουπείν, τω δε βρομείν (= κροτείν και έπειτα
όζειν) είναι το εν Κεφαλληνία κρούειν ομοίως επί του πέρδεσθαι» – για
τη λ. βρόμα, βλ. και το Α’, 1.1.2.
Ως προς τη λέξη
βρόμα, η Ά. Τζ. στην Ελληνική Αγωγή επανέλαβε τις εμπειρικές
απόψεις που είχε εκφράσει την πρώτη φορά από τις στήλες του Βήματος, για
να υποστηρίξει τη γραφή με -ω-. Αφενός, εμφάνισε ως πιθανή την
προέλευση του ( η ) βρόμα από το εκκλησιαστικό « βρώμα και
δυσωδία »· αφετέρου, παρέθεσε διάφορες σημασίες της λέξης (το)
βρώμα από το λεξικό του Δημητράκου («τεμάχιον κρέατος που έχει προσαρτηθή
σε παγίδα ζώων», «καρκινώδης πληγή», «διάβρωσις οδόντων»), που αποδεικνύουν τάχα
«τη δυσώδη έννοια του όρου βρώμα». Τα όσα αναφέρει ο Χατζιδάκις στο
παραπάνω χωρίο για την ετυμολογία της λ. βρόμα αναιρούν, βεβαίως, τα
επιχειρήματα που προέβαλε η Ά. Τζ. στα δύο κείμενά της. Στα προαναφερθέντα
επιστημονικά στοιχεία ας προστεθούν και τα ακόλουθα (Χατζιδάκις 1915 β: 59), που
αντικρούουν την ετυμολογική σύνδεση του θηλ. βρόμα με το ουδ.
βρώμα (< βιβρώσκω «τρώγω»): «τα βρώσιμα
[τα φαγώσιμα] δύνανται μεν αληθώς να σαπώσιν, όπως λ.χ. ο σίτος κ.τ.λ. εν ταις
αποθήκαις και έπειτα να καταστώσι κάκοσμα· αλλά τούτο δεν είναι των συνήθων
φαινομένων, όπως λ.χ. τα κενέβρεια [τα πτώματα ζώων], τα αποκρίματα [οι
εκκρίσεις] και οι τούτων συχνότεροι αποματαϊσμοί [τα δύσοσμα αέρια]. Τα εδώδιμα
[τα φαγώσιμα] οι άνθρωποι εσθίομεν [τρώμε], σπανίως δε καταλείπομεν αυτά να
φθαρώσι και σαπώσι και έτι σπανιώτερον να καταστώσι δυσώδη. Δήλον άρα ότι δεν
είναι πιθανόν ότι δια της λέξεως της δηλούσης τα βρώματα εδηλώθη και η έννοια
της δυσωδίας». Ένα ακόμη επιχείρημα που επικαλέστηκε η φιλόλογος, για να
υποστηρίξει ότι η λέξη βρόμα δεν συνδέεται με το αρχ. βρόμος
«κρότος, δυσοσμία», είναι ότι «η μεγαλοπρεπής λέξις βρόμος που
σημαίνει τη βροντή του Διός, τον θόρυβο των στοιχείων της φύσεως και της μάχης»
δεν μπορεί να «κατέληξε στο βρομώ με την έννοια του …πέρδομαι». Ωστόσο,
ακόμη και μια λέξη με «μεγαλοπρεπή» (κατά τη φιλόλογο) σημασία («θορυβώ») μπορεί
να δηλώσει και μια δεύτερη («μυρίζω άσχημα»), αφού υποστεί σημασιολογική
μεταβολή. Η αλλαγή στη σημασία της συγκεκριμένης λέξης οφείλεται στο γεγονός ότι
(ΛΝΕΓ, λ. βρομώ ) «ορισμένοι χαρακτηριστικοί κρότοι ακολουθούνται από
δυσοσμία». Ανάλογη,
άλλωστε, σημασιολογική εξέλιξη με αυτήν του βρομείν εμφανίζει το
κεφαλληνιακό κρούειν : δηλ. και αυτό δήλωσε αρχικά τον κρότο και, εν
συνεχεία, τη δυσάρεστη οσμή.
Επίσης,
η φιλόλογος, στα πλαίσια της προσπάθειάς της να αναιρέσει τα προαναφερθέντα
επιχειρήματα για τη γραφή (η) βρόμα με -ο-, αντέκρουσε
μια άποψη που δεν διατύπωσε κανείς: ότι δηλ. «η τυχόν γραφή με ωμέγα, (το)
βρώμα, θα έδινε οπωσδήποτε ρηματικό τύπο βρωματίζω
[…]», δηλ. τύπο ρήματος με κατάληξη -ίζω. Μα, ο Χατζιδάκις δεν
υποστήριξε ότι τα σε -μα ονόματα δίνουν απαραιτήτως ρήματα σε
-ίζω, αλλά απλώς ότι δεν μπορούν να δώσουν ρηματικούς τύπους σε -έω,
όπως το βρομώ (η ανωτέρω φράση, που παρέθεσε σε εισαγωγικά η Ά.
Τζ., στην πραγματικότητα δεν ανήκει σε κανέναν). Η φιλόλογος, ακολούθως,
ανέφερε ως αντεπιχείρημα ότι το σώμα δίνει σωματόω, δηλ.
ρήμα σε -όω. Ο Χατζιδάκις (1977: 555- 559), όμως, έχει ήδη διδάξει ότι
τα ουδέτερα σε -μα μπορούν να δώσουν ρηματικούς τύπους όχι μόνο σε
-ίζω (π.⛯. αρωματίζω < άρωμα ), αλλά και σε -αίνω
(π.χ. σημαίνω < σήμα), σε -άζω (π.χ. πτωμάζω < πτώμα
), σε -εύω (π.χ. πραγματεύομαι < πράγμα ), σε -όω
(π.χ. σωματόω < σώμα ) και σε -σσω (π.χ. αιμάσσω
< αίμα ). Ποτέ,
όμως, σε -έω ! Αυτό ακριβώς είναι
το θέμα. Άρα, το ρ.
βρομέω, -ώ είναι αδύνατον να παράγεται από το ουδέτερο βρώμα, -ατος&nbbsp;
και, ως εκ τούτου, είναι λάθος να γράφεται με ωμέγα · επίσης,
εφόσον το θηλ.
βρόμα παράγεται
υποχωρητικώς
από το βρομώ,
πρέπει και αυτό να
γράφεται με -ο- –
ας σημειωθεί εδώ ότι
υποχωρητική παραγωγή
(back
formation /
inverse
derivation) ονομάζεται
η αντίστροφη από το κανονικό δημιουργία μιας λέξης, δηλ. ο σχηματισμός ενός
ονόματος από ένα ρήμα (ΛΝΕΓ, λ. υποχωρητικός )· ο όρος αυτός συνήθως
σημαίνει τη δημιουργία μιας βραχύτερης λέξης από άλλη, μακρότερη (Σακελλαριάδης
1997: 74). Παραδείγματα αποτελούν οι σχηματισμοί: των αρρώστια, ζήλια,
περηφάνια, φτώχια κατά το σχήμα άρρωστος- αρρωσταίνω- αρρώστια, ζηλεύω-
ζήλια, περήφανος- περηφανεύομαι- περηφάνια, φτωχός- φτωχαίνω- φτώχια
αντίστοιχα (ΛΝΕΓ, λ. -ια, αρρώστια, ζήλια, περηφάνια, φτώχια,
Χατζιδάκις 1905: 76- 77, 1915 α: 163- 164)· επίσης,
του γέλιο από το γελώ (Χατζιδάκις 1907: 66, 1915 α: 164 ,
1934: 215, 315).
Ένα
ακόμη στοιχείο που παρέθεσε η Ά. Τζ. είναι η φράση «αναπνοάς βρωμώδεις» του
γεωγράφου Στράβωνα (65 π.Χ.- 23 μ.Χ.), όπου το επίθετο είναι γραμμένο με
-ω-. Ούτ⛝ αυτό, όμως, αποδεικνύει ότι το θηλ. βρόμα πρέπει να
γράφεται με -ω- ! Ο Χατζιδάκις έχει επισημάνει επανειλημμένως (1905:
638- 639, 1915 β: 53- 56, 1934: 441- 442, 1977: 142) ότι τεκμήριο για την
επιστημονική ορθογραφία μιας λέξης δεν μπορεί να αποτελέσει η γραφή της στους
μεταγενέστερους και μεσαιωνικούς χρόνους, τότε δηλ. που η προφορά της Ελληνικής
είχε διαφοροποιηθεί από την αντίστοιχη της
Aρχαίας
(π.χ. τα -ι-, -η- κ.λπ. αντιπροσώπευαν πλέον τον φθόγγο [ι], τα -αι-
και -ε- τον [ε], η διάκριση μακρών- βραχέων φωνηέντων και διπλών-
απλών συμφώνων είχε εκλείψει κ.λπ.)· για παράδειγμα, η
τάση των μεταγενέστερων, μεσαιωνικών και νεότερων Ελλήνων να γράφουν
φιλονεικία (αντί του ορθού φιλονικία, που βασίζεται στο νίκη
), βρώμα (αντί βρόμα, < βρομώ < βρόμος < βρέμω ),
σπήτι (αντί σπίτι, < οσπίτιον < λατ.
hospitium),
καλλίτερος (αντί καλύτερος, αναλογικά προς τα παχύτερος,
πλατύτερος κ.ά.) κ.λπ. αντανακλά απλώς τις εσφαλμένες αντιλήψεις που
είχαν σχετικά με την ετυμολογία των συγκεκριμένων λέξεων και δεν μπορεί να
ρυθμίσει τη σημερινή γραφή τους, η οποία πρέπει να ακολουθεί τα διδάγματα της
γλωσσικής επιστήμης. Κατά τον Χατζιδάκι (1915 β: 55- 56), «δήλον ότι προκειμένου
περί των λέξεων βρόμος, βρομείν, βρόμα μόνα εκείνα τα μαρτύρια θα είναι
ημίν ισχυρά όσα ανήκουσι τοις προ της συγχύσεως του -ω- και -ο-
χρόνοις, τα δε άλλα ουχί. Και παλαιά τοιαύτα μαρτύρια ευτυχώς υπάρχουσι τα
τρία της Π. Δ. [έκδ. του
Tischendorf (τόμ. Β΄, σ. 6, 160 και 236)]
[…] γεγραμμένα δια του -ο- […]. Ώστε η παλαιοτέρα, η προ της συγχύσεως
των μακρών και βραχέων φωνηέντων, παράδοσις βοά υπέρ του -ο- ! Και η
μετά ταύτα δε παρέχει αναμίξ -ο- και -ω- επί πολύ, μόλις δε
μετά αιώνας φαίνεται κατισχύσασα η δια του -ω- γραφή. Και ο
λεξικογράφος δε Ησύχιος έχει το τε όνομα « βρόμος… και οσμή», και την
μετοχήν « βρομέον · οζόμενον», και τον
ρηματικόν τύπον « βρομήσει · φυσήσει, ψοφήσει»,
πάντα δια του -ο- γεγραμμένα […]. Μετά την επελθούσαν δε μετά ταύτα
φωνητικήν εξίσωσιν του -ο- και -ω- ηδύνατο βεβαίως και ο
Φρύνιχος [ο λεξικογράφος του 2ου αι. μ.Χ.] και έτι μάλλον ο Αρκάδιος
και ο Κύριλλος και ο Πρόδρομος και απαξάπαντες να γράφωσι δια του -ω-
και οι Ρωμαίοι το bromus,
όθεν το bromosus,
δια του ō, αλλ’ημείς δεν θα παραπλανηθώμεν υπό της γραφής και μαρτυρίας αυτών».
2.4. Η ΛΕΞΗ ΑΛΛΙΩΣ
Ο
Ζηκίδης (19264: λδ΄- λε΄) υποστήριξε ότι το επίρρ. αλλιώς
πρέπει να γράφεται με -οι-, δηλ. αλλοιώς, επειδή συνέδεσε
παρετυμολογικά το αλλιώτικα (κατά τον Ζηκίδη: αλλοιώτικα ) με
το αρχ. επίθ. αλλοιωτικός. Ωστόσο, η έρευνα του Ψάλτη (1923: 93- 94) σε
μεσαιωνικά κείμενα απέδειξε ότι το αλλιώς προήλθε από το μεσαιωνικό
αλλέως με συνίζηση, που μπορεί να δηλωθεί στη γραφή με ένα απλό -ι-,
και όχι από το λόγιο και σπάνιο αλλοίως, που τάχα συνιζήθηκε σε
αλλοιώς · το αλλιώτικος, και αυτό μεσαιωνικό, έχει σχηματιστεί με
βάση το αλλιώς κατά τα ρουμελιώτικος, ηπειρώτικος, αναφιώτικος,
φαναριώτικος κ.ά. και δεν αποτελεί εξέλιξη του αρχ. αλλοιωτικός
για τρεις λόγους (Ψάλτης 1923: 98- 100): πρώτον, επειδή το αρχαίο επίθετο είναι
πάρα πολύ σπάνιο· δεύτερον, επειδή δεν σήμαινε τον διαφορετικό, αλλά τον
κατάλληλο προς αλλοίωση· και, τρίτον, επειδή τα επίθετα σε -ικός που
κατάγονται από την Αρχαία, όπως γραμματικός, μυστικός, ψυχικός,
κοπιαστικός κ.λπ., εξακολουθούν να τονίζονται στη λήγουσα – όσα τονίζονται
στην προπαραλήγουσα, όπως αιγύπτικος, βενέτικος, τούρκικος, πολίτικος,
είναι μεσαιωνικά ή νεότερα· ειδικά το τελευταίο δεν αποτελεί εξέλιξη του αρχ.
πολιτικός, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εξέλιξη και του
αλλοιωτικός σε αλλοιώτικος, αλλά είναι νεότερο και προέρχεται από
το Πολίτης – απεναντίας, το μεσαιωνικό πολιτική «εταίρα», ως
κληρονομημένο από την Αρχαία, τονιζόταν ακόμη στη λήγουσα.
Ο καθηγητής γλωσσολογίας που
απάντησε στην Ά. Τζ. για το θέμα της ορθογραφίας σημείωσε στο Βήμα
σχετικά με το εν λόγω επίρρημα τα εξής: «το αλλιώς από το μεσαιωνικό
αλλέως / αλλεώς η κυρία Ά. Τζ. δεν το δέχεται γιατί «τύπος αλλέως
[…] είναι ανύπαρκτος στην ελληνική γλώσσα, την κλασική», γι’ αυτό πρέπει να
γράφουμε αλλοιώς (από το αλλοίος). Άρα η μεσαιωνική Ελληνική,
από την οποία προήλθε με φυσική εξέλιξη και συνέχεια η νέα Ελληνική, είναι
ανύπαρκτη και απορριπτέα! Μόνο η κλασική Ελληνική μπορεί να εξηγήσει τη
νεοελληνική! Χωρίς να το ξέρει – δεν φαίνεται να γνωρίζει τίποτε από τη σχετική
βιβλιογραφία – η κυρία Ά. Τζ. μάς ξαναφέρνει πίσω στην άποψη του, σοφού κατά τα
άλλα, Αδ. Κοραή και του Αθ. Χριστόπουλου για την απευθείας σύνδεση της νέας
Ελληνικής με την Αρχαία, περί της οποίας έγινε λόγος στην αρχή [βλ. και πάλι τα
προαναφερθέντα στο Β΄, 2.2. για την αιολοδωρική θεωρία]. Τίθεται λοιπόν ζήτημα
καταγωγής της νέας Ελληνικής και αμφισβητείται αναπόφευκτα η συνέχεια της νέας
Ελληνικής. Να, πού οδηγούν τέτοιες πρόχειρες και ξεπερασμένες ετυμολογίες και
ορθογραφίες, που άκριτα επαναλαμβάνει η κυρία Ά. Τζ. […].
»Θέλει επιστήμην και μέθοδον
η ετυμολογία».
Τα γραφόμενα από
την Ά. Τζ. για το αλλιώς δίνουν εδώ την αφορμή για άλλη μια γενικότερη
αναφορά στην εσφαλμένη ετυμολογική μέθοδο που ακολουθούσαν οι υποστηρικτές της
αιολοδωρικής θεωρίας στην Ελλάδα, προτού η ετυμολογία θεμελιωθεί επιστημονικά.
Σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν στο Β΄, 2.2., οι αιολοδωριστές είχαν την τάση
να συνδέουν σύγχρονους τύπους απευθείας με αντίστοιχους αρχαίους αιολικούς και
δωρικούς, χωρίς να λαμβάνουν υπ’όψιν τα ενδιάμεσα στάδια της Ελληνικής, δηλ. την
Αλεξανδρινή (Ελληνιστική) Κοινή και τη Μεσαιωνική. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα
αυτό που αναφέρει η Καλιτζοπούλου- Παπαγεωργίου (1991: 37) για τον Αθ.
Χριστόπουλο, τον μελετητή που συστηματοποίησε την αιολοδωρική θεωρία: «η
Ελληνιστική Κοινή ήταν προφανώς άγνωστη στον Χριστόπουλο». Ομοίως, η Ά. Τζ. στην
περίπτωση της ετυμολογίας του αλλιώς παρέκαμψε τη μεσαιωνική Ελληνική
και έλαβε υπ’όψιν της μόνο την Αρχαία, όπου ανήκει το επίρρημα αλλοίως.
Ωστόσο, μια τέτοια μέθοδος, που ακολουθεί τα αιολοδωρικά πρότυπα του 18ου
και του 19ου αι., συνιστά επιστημονικό αναχρονισμό.
Τέλος, αξίζει να
σημειωθεί ότι η φιλόλογος Ά. Τζ. στο δεύτερο άρθρο της δεν έγραψε απολύτως
τίποτε για τη λέξη αλλιώς, που να αποτελεί απάντηση στον καθηγητή!
2.5. ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
ΠΑΛΙΟΣ- ΔΙΚΙΟ- ΕΛΙΑ
Οι λ.
παλιός, δίκιο και ελιά γράφονταν άλλοτε με -η- και
υπογεγραμμένη (παληός, δίκηο, εληά), επειδή (Χατζιδάκις 1905: 577) στη
χρονική αύξηση των ρηματικών τύπων της Αρχαίας το -αι- τρέπεται σε
-η- (π.χ. αιτώ- ήτουν ). Ωστόσο, αφενός η φωνητική εξέλιξη
των παλιός κ.λπ. και αφετέρου η αύξηση στα αρχαία ρήματα αποτελούν δύο
φαινόμενα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους: τα παλιός, δίκιο και
ελιά είναι συνιζημένοι τύποι των αρχ. παλαιός, δίκαιον και
ελαία · πιο
συγκεκριμένα, όταν το παλαιός προφέρθηκε παλιός [pal’ós],
όταν δηλ. έγινε η συνίζηση (συμπροφορά) του -αι- με το ακόλουθο φωνήεν,
η δίφθογγος -αι- της Αρχαίας είχε συμπέσει φωνητικά με το
-ε-, ενώ #964;ο μακρό -η- [ē] με το -ι- (Μπαμπινιώτης
1997 β) – τα ίδια ισχύουν και για τα δίκιο, ελιά. Ως προς τη γραφή των
εν λόγω λέξεων, το -ι- αποτελεί τον απλούστερο τρόπο με τον οποίο
μπορεί να αποδοθεί η συνίζηση των φωνηέντων στους τύπους αυτούς (ΛΝΕΓ, λ.
δίκιο ) – το ίδιο ισχύει και για το αλλιώς, που μόλις
προαναφέρθηκε.
Την
απόκλιση της Ά. Τζ. από τη γλωσσική επιστήμη ως προς την ορθογραφία μαρτυρεί και
η ορθογράφηση του δίκιο : συγκεκριμένα, στο
τελευταίο κείμενό της
και σε ένα ακόμη (Ελληνική Αγωγή, φύλλο Αυγούστου- Σεπτεμβρίου
1998) γράφει τη λέξη αυτή με -η- (δίκηο), ενώ η
επιστημονική ετυμολογία της λέξης υπαγορεύει τη γραφή της με -ι- (δίκιο).
Στο ΛΝΕΓ (λ. δίκιο ) διαβάζουμε το εξής σχόλιο, που αποτελεί μια ακόμη
απάντηση στη φιλόλογο για την εσφαλμένη γραφή δίκηο : « δίκιο ή
δίκηο ; Ο τύπος δίκιο έγινε με συνίζηση (συμπροφορά) του -αι-
με το ακόλουθο φωνήεν. Στη συμπροφορά το -αιο προφέρθηκε
ημιφωνικά ως [-yo],
γι’αυτό και γράφεται με τον απλούστερο τρόπο (ως -ι-), ήτοι
δί-και-ο > δί-καιο > δί-κιο (το -η- θα σήμαινε ότι το -αι-
ετράπη σε -η-, πράγμα που δεν είναι σωστό)· πβ. παλαιός > παλιός,
ελαία > ελιά, ωραίος > πανώριος ». Χαρακτηριστικό της
ερασιτεχνικής μεθόδου που ακολουθούν ορισμένοι αρθρογράφοι της Ελληνικής
Αγωγής σε θέματα ετυμολογίας και ορθογραφίας είναι και το ακόλουθο
στοιχείο: ο ανώνυμος συντάκτης ενός κειμένου (Ελληνική Αγωγή, φύλλο
Νοεμβρίου 1997), μολονότι πληροφορήθηκε από το πρώτο άρθρο του καθηγητή στο
Βήμα γιατί η ελιά πρέπει να γράφεται με -ι- ( ελιά
) και όχι με -η- ( εληά ), ισχυρίζεται ότι η
γραφή ελιά (με -ι- ) αποτελεί δείγμα εφαρμογής της
φωνητικής γραφής, που θα οδηγήσει στην επιβολή του λατινικού αλφαβήτου!
2.6. Η ΛΕΞΗ ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ
Η λέξη ορθοπαιδική θα πρέπει να γράφεται
με -αι-, γιατί δημιουργήθηκε με βάση τα ελλην. ορθόν
και παιδίον τον 18ο αι. από τον καθηγητή της Ιατρικής Σχολής
των Παρισίων Nicolas Andry
και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε έργο του, εκδοθέν το 1741, που αφορούσε
στις σωματικές δυσμορφίες των παιδιών. Απόδειξη ότι η σωστή
γραφή της εν λόγω λέξης είναι με αι- αποτελεί η δήλωση του ίδιου του
Andry,
που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του (την παραθέτει σε άρθρο του ο καθηγητής
Ιατρικής Ι. Πουρνάρας, βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα
ιστοσελίδα): «quant au titre en question,
Orthopédie,
je l’ai
formé
de deux mots grecs,
à savoir d’Orthos,
qui
veut dire Droit,
et
Paidίon,
qui
signifie Enfant» [«ως προς τον εν λόγω
τίτλο, ορθοπαιδική, τον δημιούργησα από δύο ελληνικές λέξεις, δηλ.
ορθός και παιδίον »]. Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι και αυτό που
αναφέρει εν συνεχεία ο Πουρνάρας: «για να τιμήσουν δε την ελληνική προέλευση της
ονομασίας, η Αμερικανική Ορθοπεδική Εταιρεία και η Αμερικανική Ακαδημία
Ορθοπεδικών Χειρουργών, που είναι και ο πολυπληθέστερος φορέας της ορθοπεδικής
επιστήμης παγκοσμίως, περιλαμβάνουν τις δύο ελληνικές λέξεις [ ορθόν, παιδίον
] με ελληνικά στοιχεία γραμμένες και πολύ εμφανώς στο σήμα και το λογότυπό
τους».
Η εσφαλμένη γραφή του όρου με ε- (
ορθοπεδική ) μπορεί να οφείλεται στην παρετυμολογική του σύνδεση:
α) με το λατ.
pes,
pedis
«πόδι» (πβ. το ελλην. ορθοποδώ ).
β) με το β’ συνθετικό πέδη λέξεων όπως
τροχοπέδη (άρα ορθοπεδική είναι «η όρθωση (των οστών) με πέδες»,
δηλ. δεσμά, επιδέσμους κ.λπ.).
γ) με το πέδον «έδαφος» (πβ.
οικόπεδον ).
Την πρώτη άποψη υποστηρίζει σε επιστολή του στην
εφημερίδα Ελευθεροτυπία (31.1.2001) ο Βρασίδας Παπαδόπουλος. Ο
επιστολογράφος αποφαίνεται δογματικά ότι η λέξη είναι ελληνολατινική, σύνθετη
από τα ορθός και
pes.
Τη δεύτερη άποψη διατυπώνει ο Απόστολος
Τζαφερόπουλος ( Ελληνική Αγωγή, φύλλο Μαρτίου 2000), χωρίς όμως κανένα
στοιχείο που να τεκμηριώνει τη σύνδεση του όρου ορθοπαιδική με την
πέδη. O
φιλόλογος μεταφέρει μάλιστα αυτό που διάβασε σε γνωστό λεξικό, ότι δηλ. ορθότερη
θα ήταν η μορφή παιδορθωτική αντί του ορθοπαιδική. Ωστόσο, η
παρατήρηση αυτή αφορά στη μορφολογική δομή
του τύπου και δεν έχει σχέση με το συζητούμενο ορθογραφικό θέμα. Είτε
ορθοπαιδική είτε παιδορθωτική είναι η μορφή της λέξης, δηλ.
όποια κι αν είναι η σειρά των συνθετικών της μερών, το -αι- δεν
επηρεάζεται, εφόσον έχει ετυμολογική βάση. Επίσης, ο Απ. Τζ. παραθέτει τον
ορισμό της ορθοπαιδικής από τον Ανδριώτη, όπου «δεν γίνεται διάκρισι
ηλικίας του ασθενούς». Ο ορισμός που περιλαμβάνεται όμως σε ένα συγχρονικό
νεοελληνικό λεξικό, όπως αυτό του Ανδριώτη, αποτυπώνει τη σημερινή
σημασία της λέξης, ενώ η ετυμολογική ορθογραφία μπορεί να ρυθμίζεται από μια
προγενέστερη σημασία, την αρχική σημασία της λέξης στην προκειμένη
περίπτωση. Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε
για θεραπεία παιδιών, γι’αυτό και πρέπει να γραφεί ακόμη και σήμερα με
-αι-. Αλλιώς, δεν εφαρμόζεται ετυμολογική ορθογραφία, αναιρείται η ουσία
της ιστορικής ορθογραφίας.
Την τρίτη άποψη εκφράζει ο επιστολογράφος της Ελευθεροτυπίας Χριστόφορος Μπενέκος, φιλόλογος (25.1.2003). Ο τελευταίος επιχειρεί μια τεχνητή, εκ των υστέρων ετυμολογική σύνδεση του όρου ορθοπαιδική με το αρχ. πέδον «έδαφος», που, μολονότι αληθοφανής, δεν είναι έγκυρη, αφού αναιρείται από την ίδια την ιστορία της λέξης. Τι θα πει ότι «η λέξη έχει διαμορφώσει ένα εννοιολογικό περιεχόμενο ως σύνθεση των λέξεων ορθό + πέδον »; Η ιστορία της λέξης αποδεικνύει ότι είναι αυθαίρετη, αν και αληθοφανής, η ετυμολόγησή της από το πέδον «έδαφος» και η ερμηνεία της ορθοπαιδικής ως επιστήμης που «θέλει να βοηθήσει τον πάσχοντα να σταθεί όρθιος στο έδαφος». Τέλος, η ύπαρξη επιμέρους κλάδων όπως η ορθοπαιδική για παιδιά ή για ζώα δεν μπορεί να αναιρέσει σε καμιά περίπτωση τη γραφή με -αι-, όπ⛱ς πιστεύει ο Χριστόφ. Μπεν. Σήμερα, βεβαίως, ο συγκεκριμένος όρος έχει επεκταθεί σημασιολογικά, αφού δεν χρησιμοποιείται μόνο για παιδιά. Ωστόσο, η αρχική του σημασία, που αφορούσε μόνο σε παιδιά, επιβάλλει την ορθογράφησή του με -αι-. Όσο κι αν δεν είναι πια άμεσα αισθητή η σύνδεση της λέξης ορθοπαιδική με το παιδί, η γραφή της με -αι- ( ορθοπαιδική ) είναι η ετυμολογικά δικαιολογημένη και πάντως προτιμότερη από την αντίστοιχη με -ε- ( ορθοπεδική ), που βασίζεται σε καθαρή παρετυμολογία.
Για τη λέξη ορθοπαιδική είχαν γραφεί ανακρίβειες και παλιότερα. Ο συντάκτης της πειραϊκής εφημερίδας Η γλώσσα μας (φύλλο Οκτωβρίου 1995), στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι η λέξη πρέπει να γράφεται με -ε-, παρέθετε το λήμμα πέδη του γνωστού λεξικού της Αρχαίας Liddell-Scott, με αρχαιοελληνικά χωρία που περιλαμβάνουν διαφόρους τύπους της λημματογραφούμενης λ. πέδη, καθώς και ερμηνεύματα της ορθοπαιδικής και συγγενών λέξεων από νεοελληνικά λεξικά. Στο τέλος αναρωτιόταν δημαγωγικά: μα τόσο λάθος έκανε ο Πλάτων, ο Όμηρος, ο Πλούταρχος και οι κορυφαίοι συγγραφείς των λεξικών; Προσέξτε πόσο παραπλανητική είναι στην προκειμένη περίπτωση η επίκληση των αρχαίων κειμένων, αλλά και των λεξικών της νέας και της αρχαίας Ελληνικής! Μα, τι απέδειξε η παράθεση χωρίων με τη λ. πέδη, που περιλαμβάνονται στο αντίστοιχο λήμμα του Liddell-Scott; Απολύτως τίποτε σχετικό με το συζητούμενο θέμα, που είναι η ετυμολογική ορθογραφία του νεότερου όρου ορθοπαιδική. Απλώς απέδειξε ότι στην αρχαία Ελληνική ...υπήρχε η λέξη πέδη, πράγμα που ήδη γνωρίζαμε. Ως προς την παράθεση ορισμών της ορθοπαιδικής και του ορθοπαιδικού από νεοελληνικά λεξικά, ας σημειωθεί και πάλι ότι η ετυμολογία είναι η αναγωγή στην αρχική μορφή και την αρχική σημασία μιας λέξης. Άρα, ετυμολογική είναι η ορθογραφία που ρυθμίζεται από την αρχική μορφή ή σημασία. Σύμφωνα με αυτό, είναι εσφαλμένο να ανατρέχουμε στον σημερινό ορισμό της ορθοπαιδικής, προκειμένου να τεκμηριώσουμε την ετυμολογική ορθογραφία της λέξης. Εκτός αυτού, όπως εξηγεί ο καθηγητής Ιατρικής Π. Συμεωνίδης στη μνημονευθείσα ιστοσελίδα, η εσφαλμένη ετυμολόγηση του όρου από το αρχ. πεδώ «περιδένω», που έδωσε και την πέδηση, «δεν ανταποκρίνεται ούτε ανταποκρινόταν στο αντικείμενο της ορθοπαιδικής σε όλη του την έκταση». Ούτε, βεβαίως, η ορθοπαιδική περιορίζεται στη βοήθεια που προσφέρει σε κάποιον να «ορθοποδήσει» ούτε, φυσικά, αφορά μόνο στα πόδια. Αλλά, όπως και νά’χει, δεν ετυμολογείται έτσι μια λέξη, δηλ. εμπειρικά και χωρίς στοιχεία. Η γιατρός Τ.Μ. (εφημ. Η γλώσσα μας, φύλλο Οκτωβρίου 1995) συνδέει αυθαίρετα την ορθοπαιδική με τα πέδον, πέδη, πέδησις. Ομοίως, για τους λόγους που εξηγήσαμε, αντιεπιστημονική είναι και η μέθοδος του συγγραφέα Δ.Σ., ο οποίος στην ίδια εφημερίδα προσπαθεί να στηρίξει τη γραφή με -ε- προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η ορθοπαιδική αγωγή (κατ’αυτόν ορθοπεδική ) προϋποθέτει την πέδηση, δηλ. την ακινησία του ανθρώπινου μέλους. Η ετυμολογική ορθογραφία μιας λέξης, όμως, δεν ρυθμίζεται από τη σημασία της σε συγχρονικό επίπεδο, αν είναι αυτή φυσικά η σημασία της επίμαχης λέξης. Συν τοις άλλοις, αυτές οι ετυμολογίες είναι εμπειρικές, ακριβώς επειδή δεν βασίζονται σε επιστημονική έρευνα, αλλά χαρακτηρίζονται από μια απλή αληθοφάνεια. Το γεγονός ότι αποδεδειγμένα ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε για θεραπεία παιδιών μάς δεσμεύει να τον γράφουμε με -αι-. Η Τ.Μ. λέει, ακόμη, ότι μια ζωή ξέρουμε και γράφουμε τη λέξη με -ε- εμείς και τα ορθογραφικά λεξικά. Απάντηση: το τι γράφουμε «μια ζωή» δηλώνει απλώς τη συνήθη γραφή μιας λέξης, που μπορεί κάλλιστα να αποκλίνει από την ετυμολογική. Και το τραβώ αποδίδεται μια ζωή με -β-, ενώ θα έπρεπε να παριστάνεται με -υ-, γιατί συνδέεται με το ταύρος μέσω του παλαιότερου τ. ταυρίζω «ασκώ ισχυρή έλξη όπως ο ταύρος». Όσο για τα ορθογραφικά λεξικά, υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους δεν επιλέγουν μια ετυμολογική ορθογραφία: ένας λόγος είναι η άγνοια (και τα λεξικά γράφονται από ανθρώπους, που δεν είναι παντογνώστες). Ένας άλλος είναι η επιθυμία μερικών λεξικογράφων να μην ξενίσουν τον αναγνώστη με γραφές σωστές, αλλά μη συνηθισμένες. Αξιοσημείωτη είναι και η δικαιολόγηση της γραφής της επίμαχης λέξης με ε- από το έγκυρο Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (ΛΙΤΡ, λ. ορθοπεδική ) «κατά το γαλλ. πρότυπο ίσως και για να μη συνδέεται αποκλειστικά με τη θεραπεία παιδιών». Μήπως εκείνο που πραγματικά ενοχλεί τους ετυμολόγους ενός συγκεκριμένου ιδεολογικού χώρου είναι η συμμετοχή ενός Γάλλου καθηγητή στο όλο θέμα; Μάλλον τα αίτια των αντιδράσεων στη γραφή του όρου με -αι- είναι και ιδεολογικά, εκτός από την προφανή άγνοια του θέματος και της επιστημονικής μεθόδου που ακολουθείται κατά την ετυμολόγηση των λέξεων. Ποιο θα ήταν τώρα το στοιχείο που θα ανέτρεπε το όλο σκηνικό; Μόνο ένα: η ανακάλυψη της λέξης ορθοπεδική (με -ε- και με την ίδια σημασία) σε κείμενο της Ελληνικής πριν από το 1741. Τέτοιο κείμενο, όμως, δεν υπάρχει! Άλλωστε, την όλη συζήτηση καθιστά περιττή η καταγεγραμμένη ομολογία του καθηγητή Andry ότι έπλασε τη λέξη με βάση το παιδίον. Ο συντάκτης της εφημερίδας Η γλώσσα μας σημειώνει ακόμη ότι σε δύο γαλλικά λεξικά ο όρος γράφεται με -e-. To ακριβές είναι ότι γράφεται με -é- (με accent aigu), το οποίο αντιστοιχεί στο ελληνικό -αι- (πβ. το γαλλ. pédiatrie «παιδιατρική»× πβ. επίσης και την αγγλική γραφή orthopaedics, που θα έπρεπε να λέει πολλά σε όσους ανατρέχουν σε ξενόγλωσσα λεξικά, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα σχετικά με την ετυμολογική προέλευση του όρου ορθοπαιδική ). Επίσης, στο φύλλο Δεκεμβρίου 1995 της εφημερίδας Η γλώσσα μας, η λογοτέχνις Ε.Α. σχολιάζει αρνητικά τη μορφολογική δομή του όρου και, πιο συγκεκριμένα, την όντως εσφαλμένη σειρά των συνθετικών του μερών, που όμως είδαμε ότι δεν επηρεάζει καθόλου το ετυμολογικά βάσιμο -αι- της λέξης ορθοπαιδική. Και ο περίεργος νεολογισμός παιδ-ορθοπαιδικός, που κατά την Ε.Α. θα δήλωνε τον ορθοπαιδικό που ασχολείται με παιδιά, δεν αποδεικνύει τίποτα.
Επίσης, για επιστημονικά θέματα είναι
σωστό να μην αρθρογραφεί κανείς χάριν εντυπώσεων, αλλά να επικαλείται
συγκεκριμένα επιχειρήματα. Ο
O K.Π. γράφει για τη δημιουργία του όρου
ορθοπαιδική από τον Andry τα εξής:
Ακόμη, γράφει ο Κώστας Πνευματικός στο κείμενό του: «τη λέξη αυτή [ενν. othopaedics] χρησιμοποιεί παραπλανητικά ο κ. Β.Α., αφήνοντας να εννοηθεί από τους Έλληνες που δεν έχουν το χρόνο, τη δυνατότητα ή τη διάθεση να ψάξουν τα διάφορα ξενόγλωσσα λεξικά, ότι όλα τα ξενόγλωσσα λεξικά έχουν τη γραφή με -ae-». Σχόλιο: ο Κώστας Πνευματικός διαστρεβλώνει για άλλη μια φορά την αλήθεια. Ιδού τι είχε γραφτεί από τον υποφαινόμενο: «ο συντάκτης της εφημερίδας Η γλώσσα μας σημειώνει ακόμη ότι σε δύο γαλλικά λεξικά ο όρος γράφεται με -e-. To ακριβές είναι ότι γράφεται με -é- (με accent aigu), το οποίο αντιστοιχεί στο ελληνικό -αι- (πβ. το γαλλ. pédiatrie «παιδιατρική»- πβ. επίσης και την αγγλική γραφή orthopaedics, που θα έπρεπε να λέει πολλά σε όσους ανατρέχουν σε ξενόγλωσσα λεξικά, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα σχετικά με την ετυμολογική προέλευση του όρου ορθοπαιδική)». Από αυτό το χωρίο δεν προκύπτει σε καμιά περίπτωση το συμπέρασμα ότι κατά τον υποφαινόμενο όλα τα ξενόγλωσσα λεξικά έχουν τη γραφή με -ae-. Απλώς, κάναμε παραπομπή σε μια γραφή, αυτήν με -ae-, που αποσιωπήθηκε σε άρθρο μιας πειραϊκής εφημερίδας. Και γράψαμε «παράβαλε και την αγγλική γραφή orthopaedics». Κανείς δεν είπε ότι η γραφή με -ae- απαντά σε όλα τα ξενόγλωσσα λεξικά. Η λέξη όλα αποτελεί παραπλανητική προσθήκη του Κ. Πνευματικού, που και αυτή παραποιεί το περιεχόμενο του σχολιαζόμενου κειμένου...
Πάντως,
αξιοσημείωτη είναι και η απόδοση της ορθοπαιδικής στη Γερμανική ως Οrthopädie. Ο συγκεκριμένος τύπος παριστάνεται με το -ä-, τη σύγχρονη μορφή της
διφθόγγου -ae- που υπήρχε παλιότερα στη γερμανική ορθογραφία.
Tην ετυμολογική αυτή ορθογραφία, όπως και την
επιστημονική ετυμολογία της λέξης, καταγράφουν τα έγκυρα λεξικά της γερμανικής
γλώσσας.
Στα πλαίσια της αφελούς προσπάθειάς του να
αναιρέσει τη γραφή ορθοπαιδική, ο Κώστας Πνευματικός φτάνει στο σημείο
να παραθέσει κριτικά σχόλια για τον Γάλλο Νicolas Andry
(1658-1742) και να τον συγκρίνει με έναν άλλον επιστήμονα, τον Ελβετό Jean-André Venel (1740-1791)! Ο Κ.Π. παρατηρεί ότι σε μια εγκυκλοπαίδεια
Ιατρικής, από όπου απουσιάζει το όνομα του Andry,
αναφέρεται ο Venel ως ο επιστήμονας χάρη στον οποίον
άρχισε να εμφανίζεται στο προσκήνιο ο σχετικός κλάδος της Ιατρικής! Διαπιστώνει
επίσης ότι και άλλες εγκυκλοπαίδειες του χώρου δεν αναφέρουν τον
Andry. Ομολογεί, όμως, ότι σε μία εγκυκλοπαίδεια
εντοπίζεται το όνομα Andry. Βεβαίως, η απουσία του Andry από το λημματολόγιο μιας, δυο ή δέκα εγκυκλοπαιδειών δεν αποδεικνύει
απολύτως τίποτα! Πάλι επιστρατεύονται από τον Κώστα Πνευματικό περίεργα
Μια απλή περιδιάβαση σε ξενόγλωσσες ιστοσελίδες οδηγεί στα εξής συμπεράσματα:
α) ο όρος ορθοπαιδική δημιουργήθηκε από τον καθηγητή Αndry με βάση τη λέξη παιδίον. Δεν υπάρχει ούτε μία ξενόγλωσση πηγή στο διαδίκτυο που να περιλαμβάνει την ετυμολογική σύνδεση του όρου ορθοπαιδική με τα πεδώ-πέδηση, πους-ποδός κ.λπ. Παράδειγμα ιστοσελίδας:
The word
orthopaedics finds its origin in two Greek words, ortho (straight)
and pais (child). The word was originated by Nicolas Andry a French
surgeon in 1741. He stated that,
|
β) η ορθοπαιδική στην αρχική της φάση αφορούσε πράγματι μόνο σε παιδιά, ενώ σήμερα αφορά σε ανθρώπους κάθε ηλικίας. Ο σχετικός όρος δηλ. έχει πλέον επεκταθεί σημασιολογικά. Παράδειγμα ιστοσελίδας:
Orthopaedics
was once devoted solely to the care of children with spine and limb
deformities. However, this specialty has expanded from the correction of
deformities in children to embrace all aspects of diagnosis, treatment,
rehabilitation, and prevention of injuries and diseases of the
musculoskeletal system. From newborns with dislocated hips to athletes with
torn ligaments to older people with arthritis, orthopaedic surgeons manage
special problems in many areas of the musculoskeletal system in patients of
all ages. |
γ) ακόμη κι αν στην Αγγλική η γραφή
orthopaedics δεν είναι η μοναδική, είναι η ετυμολογικά
σωστή. Η αντίστοιχη γραφή orthopedics θα μπορούσε να
θεωρηθεί απλώς ως παρετυμολογική με βάση το λατινικό
pes-pedis
Orthopedics : The branch of surgery broadly
concerned with the skeletal system (bones). Orthopedics is how this
field of surgery is listed under Physicians & Surgeons in the telephone
Yellow Pages in Jacksonville, Florida. This spelling is quite common today.
But it is incorrect, erroneous, flat out wrong. Orthopedics would
relate the term to the foot because in Latin pedis means foot.
Orthopaedics is not merely old-fashioned. It is the
correct spelling. What was meant by the term orthopaedics when
it was devised goes back to its roots: ortho-, straight + the Greek
paes, child = the practice, literally, of straightening the child.
If the child had a crooked spine (scoliosis), it was the job of the
orthopaedist to straighten the child, not just the child |
δ) όποια κι αν ήταν η συμβολή του Andry στην ορθοπαιδική επιστήμη, όποια κι αν ήταν η επιστημονική του οντότητα και αξία, ένα είναι γεγονός: ότι ο συγκεκριμένος καθηγητής δημιούργησε τον σχετικό όρο! Ακόμη κι αν θεωρηθεί πατέρας της ορθοπαιδικής επιστήμης ο Venel, δημιουργός του όρου είναι ούτως ή άλλως ο Andry! Ακόμη κι αν έχει αμφισβητηθεί ο επιστημονικός χαρακτήρας του έργου του Andry, κανείς δεν έχει αρνηθεί ότι ο συγκεκριμένος καθηγητής χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο ορθοπαιδική. Παράδειγμα ιστοσελίδας:
Some regard Andry as the Father of Orthopaedics, by many strongly disagree, believing that his work was un-scientific and that his only contribution was the use of the word Orthopaedics. |
|