ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ    


ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ

 

«Ανάγκη αμείλικτος αποβαλόντες τας ματαίας προλήψεις να θεωρήσωμεν το ζήτημα οποίον αληθώς είναι, απλώς και καθαρώς επιστημονικόν, και ομολογούντες ότι αναγκαίως εν τω μακρώ χρόνω εγένοντο και  περί τους  φθόγγους της γλώσσης ημών μεταβολαί, ελέγχουσαι ουχί διαφθοράν αλλεξέλιξιν, όπως  πανταχού, να εξετάσωμεν και μάθωμεν τίνες είναι αύται και πότε και πού εφάνη εκάστη τούτων κτλ.».

Γεώργιος Χατζιδάκις

(Ακαδημεικά Αναγνώσματα, τόμ. Α 1924 2:  133).

 

 

 


          Ο Α.Κ., υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού και υποστηρικτής του αναλλοίωτου της προφοράς της Ελληνικής σε διαχρονικό επίπεδο, έχει αφήσει αναπάντητα σχεδόν όλα τα επισημανθέντα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η αρχαιοελληνική προφορά διέφερε από τη σημερινή.

          Ήδη έχουμε κάνει λόγο για την παρερμηνεία ενός αρχαίου κειμένου εκ μέρους του Α.Κ.:

         Ο Α.Κ. παραθέτει ένα χωρίο από τον πλατωνικό  Κρατύλο  (402 e): «τον ουν άρχοντα της δυνάμεως ταύτης θεόν ωνόμασεν Ποσειδώνα, ως ποσίδεσμον οντα·  το δε  -ε-  έγκειται ίσως ευπρεπείας ένεκα». Και το σχολιάζει ως εξής: «εδώ μας λέει έμμεσα ότι το γράμμα  -ε-  στο  -ει-  δεν προφέρεται. Μα αν το γράμμα  -ει-  προφερόταν ως  -εϊ-  τότε δεν θα έλεγε ο Πλάτωνας εδώ ότι το γράμμα  -ε-  στην λέξη  Ποσειδώνας  είναι ίσως για ευπρέπεια,  άρα δεν διαβάζεται». Πρώτα-πρώτα, το  άρα δεν διαβάζεται  είναι (συζητήσιμο) συμπέρασμα του Α.Κ.  Ο Πλάτων δεν γράφει κάτι τέτοιο.  Ο ιωτακισμός του  -ει-  στην αττική διάλεκτο εμφανίζεται από το 300 π.Χ. (Μπαμπινιώτης 1985α: 118), ενώ από τον Σέξτο Εμπειρικό (Προς γραμματικούς  118, 1998: 251) προκύπτει ότι τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες το  -ει-  αντιπροσώπευε πράγματι μονόφθογγο. Ακόμη, όμως, κι αν η παραπάνω ερμηνεία του πλατωνικού χωρίου από τον Α.Κ. ήταν σωστή, δεν θα μπορούσαμε σε καμιά περίπτωση να βγάλουμε γενικό συμπέρασμα ότι όλες οι αρχαίες δίφθογγοι προφέρονταν όπως σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του  -οι-, που συνέπεσε στην προφορά με το  -ι-  μόλις τον 10ο αι. μ.Χ., όπως αποδεικνύει η μελέτη βυζαντινών κειμένων (Μπαμπινιώτης 1985α: 119). Το βασικό λάθος του Α.Κ. είναι ότι χρησιμοποιεί αβασάνιστα τον  Κρατύλο,  ένα κείμενο που πραγματεύεται άλλο θέμα, τη φυσική ή συμβατική σχέση ονομάτων και πραγμάτων, σαν πηγή για την άντληση στοιχείων σχετικά με την αρχαία προφορά. Στο προαναφερθέν χωρίο, ο μοναδικός σκοπός του Σωκράτη είναι να δικαιολογήσει την παρετυμολογική σύνδεση του ονόματος  Ποσειδών  με τον τύπο  ποσίδεσμος  «με δεμένα πόδια». Ο αρχαίος φιλόσοφος σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρεται στην προφορά του   -ει-,  απλώς προσπαθεί ννα ετυμολογήσει το θεωνύμιο  Ποσειδών  με βάση μια υποτιθέμενη ιδιότητα του αρχαίου θεού. 

            Σε μεταγενέστερο σημείωμά του για το πλατωνικό αυτό χωρίο, ο Α.Κ. ισχυρίζεται ότι το θεωνύμιο  Ποσειδών  γράφεται με  -ει-,  για να υποδειχθεί το «ακριβές νόημα» της λέξης και να διακριθούν τα ομόηχα  είδη   (που είναι δήθεν το β΄ συνθετικό της λ.  Ποσειδών ),  ήδη, Ίδη...  Η λέξη  Ποσειδών,  βεβαίως, έχει αμφίβολη ετυμολογική προέλευση: το ΛΝΕΓ (λ.  Ποσειδών ) παρουσιάζει αναλυτικά στοιχεία για τις ερμηνείες που έχουν προταθεί. Πέρα όμως από την αστήρικτη ετυμολογική σύνδεση των λ.  Ποσειδών  και  είδη  που επιχειρεί ανεπιφύλακτα ο Α.Κ., η γενικότερη θέση του για τον ρόλο των  -ει-,  -αι-  κ.λπ. στην αρχαία Ελληνική δεν έχει επιστημονική βάση. Αν το  -αι-,  π.χ., δεν αντιπροσώπευε κάποτε προφορά διαφορετική από αυτή του  -ε-,  τότε δεν θα υπήρχε λόγος να γραφεί με  -αι-  η αρχαία λ.  αίμα  θα γραφόταν με  -ε-.  Το επιχείρημα για τη διάκριση ομόηχων λέξεων είναι επίσης άτοπο. Aν το    -αι-  δεν προφερόταν διαφορετικά από το  -ε-,  για ποιον άλλον λόγο να γραφεί το  αίμα  με  -αι-  στην Αρχαία; Για να διακριθεί από τι;

        Εντύπωση προκαλεί και η εθελοτυφλία του Α.Κ. ως προς τις μαρτυρίες για την προφορά της αρχαίας και της μεταγενέστερης Ελληνικής. Για παράδειγμα, όπως γράφει ο W. Allen (2000: 98), «τον 1ο αι. π.Χ. ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας [ Περί συνθέσεως ονομάτων  14] εξακολουθεί να κάνει διάκριση μεταξύ  -η-  και  -ι-,  και το γεγονός ότι περιγράφει το πρώτο ως  ευφωνότερον  σημαίνει ότι αναφέρεται στον ήχο τους και όχι απλώς στο σχήμα τους». Ο Α.Κ. από την πλευρά του αποφαίνεται δογματικά ότι  «ο ως άνω ορισμός του Δ. Αλικαρνασσέα για τα μακρά, βραχέα και δίχρονα φωνήεντα είναι παρμένος από τις σημιτικές γραφές, στο περιβάλλον των οποίων είχαν ζήσει οι αλεξανδρινοί γραμματικοί και λάθος»...       

         Η γλωσσολογική άγνοια που αποκαλύπτουν τα κείμενα του Α.Κ. είναι αισθητή ακόμη και σε πρωτοετή φοιτητή φιλολογίας: για παράδειγμα, το επώνυμο του θεμελιωτή της σύγχρονης γλωσσολογίας Ferdinand de Saussure γράφεται συνεχώς εσφαλμένα, ως *Saussare, ως *Sussare αλλά και ως ...*Σώσαρη! Επίσης, ο διαπρεπής γλωσσολόγος χαρακτηρίζεται Γάλλος, ενώ ήταν Ελβετός. Ακόμη, ως έτος θανάτου του αναφέρεται το 1973, ενώ ως γνωστόν ο Saussure, γεννημένος το 1857, πέθανε το 1913 σε ηλικία 56 ετών. Φυσικά, αυτή η άγνοια φαίνεται σε όλα τα κείμενα του Α.Κ. για τη γλώσσα, όχι μόνο σε αυτά που έχουν ως θέμα τους την αρχαία προφορά. Ο Α.Κ., π.χ., γράφει ότι σύμφωνα με γνωστό Έλληνα γλωσσολόγο «τα ονόματα δεν σημαίνουν τίποτα ως λέξεις και εκεί π.χ. που το  άλογο  ονομάζεται έτσι θα μπορούσε να είχε ονομαστεί  βόδι  [...]»... Βεβαίως, κανείς γλωσσολόγος δεν έχει υποστηρίξει ποτέ κάτι τέτοιο. Τα γραφόμενα από τον Α.Κ. μαρτυρούν μια απίστευτη παρανόηση των διδαγμάτων της γλωσσολογίας σχετικά με τη συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου. Το πρώτο μέρος της εργασίας μας  Θέματα ετυμολογίας και ορθογραφίας  και ειδικά το υπο-κεφάλαιο για τη «σχετική αιτιότητα» (Α΄ 2.3.) μπορεί να δώσει αναλυτική απάντηση στον Α.Κ. για τον ρόλο σύνθετων λέξεων όπως  ά-λογο  ως προς τη συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου.

        Για να επιστρέψουμε στο θέμα της προφοράς, ο Α.Κ, ο οποίος ούτως ή άλλως έχει αφήσει ασχολίαστα τα περισσότερα στοιχεία που αποδεικνύουν τη διαχρονική εξέλιξη της Ελληνικής και σε φωνολογικό/φωνητικό επίπεδο, καλείται να απαντήσει και σε ένα ακόμη ερώτημα: αν το  -αι-,  π.χ., προφερόταν στην αρχαία Ελληνική όπως το σημερινό   -ε-,  τότε γιατί η συνεκφορά των  και εγώ, και εκείνος  έδινε  καγώ, κακείνος  αντίστοιχα; Αν το αρχαίο  -αι-  είχε ανέκαθεν προφορά όμοια με αυτήν του  -ε-,  γιατί οι αρχαίοι τύποι δδεν είχαν τη μορφή  κεγώ, κεκείνος,  αλλά  καγώ, κακείνος;  Και μόνο αυτό το στοιχείο αρκεί, για να καταρρίψει πανηγυρικά τη θεωρία του Α.Κ. περί του αναλλοίωτου της ελληνικής προφοράς σε διαχρονικό επίπεδο.

        Άλλο παράδειγμα. Στην προσπάθειά μας να αναιρέσουμε τον ισχυρισμό του Α.Κ. ότι η προφορά των φθόγγων της Ελληνικής δεν μεταβάλλεται διαχρονικά, είχαμε παρατηρήσει τα εξής:

        Ο Α.Κ. υποστηρίζει ότι στη νέα Ελληνική ένα γράμμα δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερους φθόγγους, σε αντίθεση με άλλες γλώσσες (βλ., λ.χ., το αγγλ. -ο- στα come, do, dog, one κ.λπ.). Ωστόσο, το νεοελληνικό  -υ-,  π.χ., αντιπροσωπεύει τρεις φθόγγους, δύο συμφωνικούς και έναν φωνηεντικό, τους [f], [v] και [i] στα  αυτός, αύριο  και  πύλη  αντίστοιχα!

         Ο Α.Κ. απάντησε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:     

        «Το γράμμα Υ(υ) = V/F, ενώ αρχικά έμπαινε μόνο αντί των τελικών β/φ, πρβλ. π.χ.: ταυ, ευ.., για να υποδειχθεί ότι εκεί προφέρεται λιγότερο, κάτι ως και με το τελικό σίγμα (ς), στη συνέχεια διατηρείται, κακώς, και στη σύνθεση και παραγωγή, πρβλ: ευ >  ευχή, ταυ > ταυτίζω…, ενώ αυτό δε συμβαίνει με το τελικό σίγμα, πρβλ. π.χ. προς > μπροστά,  ες, εις > εισάγω…».

         Τι σημαίνουν άραγε όλα αυτά;;

B.A.


 «Λοιπόν, θα γράψω μερικά πραγματάκια, με αφορμή κυρίως τα κείμενα του Κρασανάκη [...]. Είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ΠΟΙΟΣ και κυρίως ΤΙ είναι ο κ. Κρασανάκης. Γιατί είναι σημαντικό; Μα, πιστεύω πως είναι αρκετά απλό: μόνο άμα γνωρίζουμε τι εστί ο καθένας, μπορούμε να ξέρουμε από ποια θέση μιλάει. Θα μου πείτε βέβαια πως, είναι δυνατόν να πρέπει να είναι κανείς ειδικευμένος σε κάποιο τομέα για να εκφράσει άποψη; Όχι βέβαια! Το αντίθετο μάλιστα. Είναι απολύτως θεμιτό να εκφράζει κανείς την άποψη του, για οποιοδήποτε θέμα. Είναι αυτονόητο όμως πως, για θέματα ειδικού ενδιαφέροντος, απαιτείται και ειδική γνώση (ή έστω κάποια γενική γνώση), η οποία συνήθως αποκτάται από ειδικές σπουδές, και πως επί το πλείστον αποτελεί αντικείμενο έρευνας ειδικά καταρτισμένων επιστημόνων. Από κει και πέρα, ναι, μπορεί και κάποιος μη καταρτισμένος να εκφράσει άποψη. Η άποψη αυτή όμως θα πρέπει να στηρίζεται και κάπου. Δεν γίνεται δηλαδή να εκφέρουμε απόψεις στον αέρα και να περιμένουμε να γίνουμε και αποδεκτοί. Από την άλλη βέβαια και η επιστημονική αυθεντία δεν αποτελεί εχέγγυο για την ορθότητα των απόψεων κάποιου (θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης). Τι μας μένει λοιπόν; Από τη μια υπάρχουν επιστήμονες οι οποίοι ασχολούνται με συγκεκριμένα αντικείμενα, και είναι σε θέση να εκφράσουν απόψεις, συνήθως έγκυρες, και από την άλλη είμαστε όλοι εμείς, οι μη ειδικευμένοι, που έχουμε κάθε δικαίωμα να εκφράσουμε άποψη, αλλά που θα πρέπει φυσικά να έχουμε κάποια γενική παιδεία (ώστε να μην αερολογούμε) και φυσικά να μελετάμε, να ερευνούμε και να ελέγχουμε τις θεωρίες και τις υποθέσεις των επιστημόνων, με βάση πάντα τα ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ. Αν ξεφύγουμε από αυτά τα κριτήρια, τότε μας πήρε και μας σήκωσε, αφού θα ξεφύγουμε εντελώς από το θέμα και τον στόχο μας.

Επιστρέφω λοιπόν στον κ. Κρασανάκη. Τι εστί λοιπόν Κρασανάκης; Λοιπόν, νέτα – σκέτα, ο άνθρωπος είναι ένας υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού. Είναι πολύ σημαντικό να πούμε πως στο βιογραφικό του δηλώνει συγγραφέας – ερευνητής”. Περιττό να πω πως σχεδόν ο καθένας δηλώνει πλέον συγγραφέας – ερευνητής”, μέχρι και εγώ αυτοπροσδιορίζομαι έτσι, κάτι που με βάζει σε υποψίες κάθε φορά που ακούω κάποιον να δηλώνει ερευνητής”. Επειδή άραγε κάποιος δηλώνει ερευνητής” (και βάζω και τον εαυτό μου μέσα) έχει το δικαίωμα να μιλάει επί παντός επιστητού και να απαιτεί να τον πάρουν και στα σοβαρά; Ιδού ένα μείζον ερώτημα…

Επιστρέφω όμως στον Κρασανάκη. Ενώ λοιπόν κάνει τον κόπο να δηλώσει 
συγγραφέας – ερευνητής”, εντούτοις αποφεύγει έντεχνα να δηλώσει τι έχει σπουδάσει. Ανττ’αυτού προτιμά να δηλώσει πως είναι παντρεμένος με φιλόλογο – καθηγήτρια (σημαντική γνώση), και πως είναι Πρόεδρος σε ένα σωρό σωματεία (μη φανταστείτε τίποτα επιστημονικά σωματεία: μιλάμε για τον σύλλογο των Υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού, για τον παιδικό σταθμό των Υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού, και για ένα σύλλογο Κρητών Λασιθιωτών). Δηλώνει επίσης “Εκδότης της εφημερίδας του Συλλόγου Λασιθιωτών  Η Δίκτη,  Γραμματέας της Παγκρητίου Ενώσεως, Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Κρητικών Σωματείων, και Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Κρητών Αγ. Παρασκευής Αττικής” και πως έχει αρθρογραφήσει για τις περισσότερες κρητικές εφημερίδες”. Το σημαντικό όμως είναι το ΠΟΥ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΤΙΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΥ ΓΝΩΣΕΙΣ. Λοιπόν, γράφει ο ίδιος στο βιογραφικό του: Μαθήματα  γλωσσολογίας (ιστορία, εξέλιξη κ.τ.λ. της ελληνικής γλώσσας και γραφής κ.ά.) πήρε ΟΛΩΣ ΤΥΧΑΙΩΣ σε κάποια σεμινάρια για πτυχιούχους Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που διοργάνωσε το Κέντρο Πανεπιστημιακών Σπουδών του Δήμου Αθηναίων το 1988 με τους καθηγητές Πανεπιστημίων [...]”. Και συνεχίζει: Διαφώνησε, όμως, τότε με κάποιους από αυτούς στο ότι η ελληνική γραφή είναι ιστορική [...]. Έκανε μια εκτεταμένη έρευνα για τα θέματα αυτά στις ελεύθερες ώρες του και στη συνέχεια έγραψε τα πιο κάτω βιβλία…”.

Συμπεράσματα: Δεν γνωρίζουμε τι ειδικεύεται ο άνθρωπος. Ξέρουμε μόνο πως είναι υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού, πως έχει παρακολουθήσει κάποια σεμινάρια γλωσσολογίας από γνωστούς επιστήμονες γλωσσολόγους, και πως στη συνέχεια διαφώνησε με αυτούς τους γλωσσολόγους, επειδή δεν του καθόταν καλά η θεωρία τους, και έκατσε και έγραψε και βιβλία γι’αυτό. Δεν λέω, καλά έκανε ο άνθρωπος, αφού είχε τον χρόνο να ασχοληθεί. Μην περιμένει όμως να τον πάρει κανείς στα σοβαρά επειδή έκανε μερικά σεμινάρια και αποφάσισε να το παίξει διδάκτωρ γλωσσολογίας.

Αυτή τη στιγμή, είμαι και εγώ σε θέση [...] να συμπληρώσω ένα πλούσιο βιογραφικό, να δηλώσω συγγραφέας – ερευνητής” με πανεπιστημιακή εκπαίδευση, 20+ βιβλία στην πλάτη μου και πλούσια αρθρογραφία, και να γράψω ένα βιβλίο γλωσσολογίας όπου θα καταρρίπτω τα πάντα και θα συντάσσω δική μου θεωρία! Φυσικά, το ότι η εκπαίδευσή μου, τα 20+ βιβλία μου και η πλούσια αρθρογραφία μου δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη γλωσσολογία, είναι άσχετο! Θα κάτσει κανείς να ασχοληθεί με αυτά; Αρκεί να ηχούν καλά αυτά που θα λέω σε μερικούς, και σε χρόνο dt θα έχεις τα γραπτά μου να αναπαράγονται σε διάφορα site από διάφορους ερασιτέχνες ερευνητές”… Και ξέρετε κάτι; Όσο ακριβώς βαρύτητα έχουν τα βιβλία του Κρασανάκη, θα έχει και το δικό μου: δηλαδή μηδέν! Για κάθε σοβαρό μελετητή της γλωσσολογίας, θα αποτελούν απλές καρικατούρες ερασιτεχνικής ψευδοεπιστήμης...».

Μανόλης Παρούσης

 (από συζήτηση στο διαδίκτυο)


 ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΦΟΡΑ