Αθήνα, 6 Μαρτίου 2003
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην εφημερίδα «Πολιτεία των Αιτωλών και των Ακαρνάνων 9 Μαρτίου 2004:
-Τρεις μήνες στη Γερμανία. Πώς βρέθηκες εκεί; Πού ακριβώς βρέθηκες;
-Την περασμένη άνοιξη πήρα μια επιστολή από το Kulturreferat του Μονάχου. Την επιστολή αυτή την υπέγραφαν οι κυρίες Annita Fellner και Verena Nolte. Με προσκαλούσαν να φιλοξενηθώ για ένα τρίμηνο, σ’ ένα παλάτι (Villa Waldberta), στο Feldafing, προάστειο του Μονάχου, κοντά στη λίμνη του Starnberg. Δέχτηκα, αφού η φιλοξενία κάλυπτε όλα μου τα έξοδα, μετάβασης και διαμονής, κι ακόμα πλήρη ελευθερία δράσης χωρίς κάποια ορισμένη υποχρέωση, να δώσω λόγου χάριν έναν ορισμένο αριθμό διαλέξεων ή να παρουσιάσω ένα ορισμένο έργο στο τέλος του τριμήνου. Μπορούσα δε να έχω μαζί μου κι άλλο ένα πρόσωπο, την κόρη μου (καθώς μου έγραφαν) ή κάποια φίλη, σύντροφο, σύζυγο. Εν τέλει πήγα μόνος.
H Villa Waldberta, φιλοξενεί στα διαμερίσματά της, για ένα τρίμηνο, ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών απ’ όλο τον κόσμο. Στο τέλος κάθε τριμήνου, οι φιλοξενούμενοι αλλάζουν. Φεύγουν οι μεν κι έρχονται άλλοι. Εγώ (από αρχές Νοεμβρίου μέχρι τέλος Ιανουαρίου), έτυχε να έχω συγκατοίκους-γείτονες στη Waldberta, έναν ινδό ποιητή, μια εσθωνή ποιήτρια, ένα ρώσο μυθιστοριογράφο, ένα γιαπωνέζο γλύπτη, μια κουβανή ζωγράφο-φωτογράφο, έναν γεωργιανό διηγηματογράφο κι έναν ουκρανό δοκιμιογράφο.
Ήμασταν όλοι ελεύθεροι να διαθέτουμε τον χρόνο μας όπως θέλουμε, με τη χαλαρή δέσμευση, κάθε δεύτερη Πέμπτη να κάνουμε ένα συμπόσιο στο οποίο εκτός απ’ τους κατοίκους της Waldberta, έπαιρναν μέρος οι διευθύνοντες και το προσωπικό της Waldberta, συνάμα δε και προσωπικότητες ερχόμενες από το Μόναχο ή την γύρω περιοχή.
Η περιοχή αυτή, η ωραιότερη περιοχή της Γερμανίας, απ’ όσα μου είπαν κι από όσα μόνος μου διαπίστωσα, σ’ ένα υψόμετρο 650 μέτρων (το Μόναχο βρίσκεται κάπου στα 600 μ.), με ήμερους δασωμένους λόφους, πολλές λίμνες, πανέμορφα χωριά, πόλεις και κωμοπόλεις, με τις πάντα χιονισμένες Άλπεις να τη φράζουν από το Νότο, είναι ο τόπος του Μαρκούζε, του Τόμας Μαν, του Ίβαν Γκόλ κι ακόμα του Τ.Σ. Έλιοτ που στην πρώτη κιόλας σελίδα της «έρημης χώρας» του αναφέρει τοποθεσίες της περιοχής αυτής.
-Γιάννη, έκανες κάποια αίτηση για να σε φιλοξενήσουν εκεί; Πώς γίνεται να φιλοξενηθεί κανείς από το Kulturreferat;
-Όχι βέβαια. Πώς να κάνω αίτηση; Δεν ήξερα καν την ύπαρξη του Kulturreferat. Αντίθετα όμως από μένα, το Kulturreferat, ήξερε τα πάντα για μένα, κι όχι μόνο για μένα βέβαια, μα ήξερε και ξέρει, απ’ ότι κατάλαβα, τα πάντα γύρω από τα γράμματα και τις τέχνες όλων των χωρών του πλανήτη. Μη μας φαίνεται παράξενο, δημιουργήθηκε και υπάρχει, για να υπηρετεί σωστά ό, τι έχει σχέση με τον πολιτισμό. Και το κάνει. Αντίθετα με το «δικό μας» Υπουργείο Πολιτισμού που δεν ξέρει τι συμβαίνει στον πολιτιστικό χώρο, ούτε καν της Ελλάδας στην οποία υποτίθεται ότι ανήκει και της οποίας τον πολιτισμό υποτίθεται ότι υπηρετεί.
-Δεν ξέρει, δεν θέλει να ξέρει, δεν μπορεί να ξέρει; Τι απ’ όλα;
-Και τα τρία μαζί. Λες και δημιουργήθηκε ακριβώς γι αυτό: Να μην ξέρει, να μη θέλει να ξέρει, να μην μπορεί να ξέρει.
-Είναι αλήθεια ότι δεν έχει βραβεύσει τους τρεις σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του εβδομήντα: Τον Υφαντή, τον Πούλιο, τον Αργύρη Χιόνη. Είναι αλήθεια ότι αφού τέλειωσε τις βραβεύσεις με τους δυο τρεις καλούς και με τους πολλούς δήθεν ποιητές, άρχισε από τη αρχή, να ξαναβραβεύει τους ίδιους. Τα λέω αυτά, όχι γιατί ένας ποιητής της δικής σου εμβέλειας θα γίνει καλύτερος με το να πάρει ένα κρατικό βραβείο αλλά για να ξέρει ο κόσμος τι γίνεται. Έτσι δεν είναι;
-Έτσι είναι. Αλλά ας ξαναθυμηθούμε εκείνο το περίφημο «όλα πληρώνονται» μέσα σ’ αυτό τον τέλειο συμπαντικό μηχανισμό και να πω ότι όσο πιο ασήμαντοι παίρνουν το Κρατικό Βραβείο, τόσο πιο ασήμαντο γίνεται το ίδιο.
Επίσης, να πω ότι τα βραβεία σήμερα δεν δίνονται για τον λόγο κάποιου αλλά για τη σιωπή του. Δίνονται, όχι για όσα λέει, μα για όσα δεν λέει. Δίνονται για την αποσιώπηση της αλήθειας, της πραγματικότητας, γιατί μόνο αυτή δεν εμποδίζει τη νέα τάξη πραγμάτων. Οι αληθινοί ποιητές, αυτοί που έχουν λόγο, αποκλείονται. Δεν είναι τυχαίο που συνειδητοποιώντας όλο αυτό, έκαμα ένα άρθρο με τον τίτλο «Εν αρχή ην ο λόγος, ο μέγας τρομοκράτης».
-Και να πούμε και το άλλο: Ότι το έχουν οργανώσει το πράγμα τόσο διαβολικά, ώστε το Κρατικό Βραβείο να αποτελεί προϋπόθεση για να πάρει κανείς το Ευρωπαϊκό Αριστείο. Κι αποτελεί προϋπόθεση επίσης στην επιλογή αυτών που θα στέλνονται στο εξωτερικό για διαλέξεις ή για να εκπροσωπήσουν τη χώρα σε εκδηλώσεις και ποιητικές σηναντήσεις του εξωτερικού. Όσοι δεν παίρνουν το Κρατικό Βραβείο δεν έχουν δικαίωμα να πάρουν το Ευρωπαϊκό Αριστείο, ούτε στέλνονται στο εξωτερικό να εκπροσωπήσουν τη χώρα.
-Κι αυτό μοιάζει να υπακούει στην εντολή «κάμετε ότι μπορείτε για να φαίνεται ότι αυτή η χώρα έχει ξοφλήσει». Δηλαδή θέλουν σώνει και καλά να παρουσιάσουν σαν εξοφλημένη την Ελλάδα, αυτή την υπερδύναμη του πολιτισμού. ( Γιατί η Ελλάδα μπορεί να μην διαθέτει την τεχνολογία της Ιαπωνίας είτε την πολεμική μηχανή των Η.Π.Α, όμως ως προς τον πολιτισμό είναι η υπερδύναμη του πλανήτη). Και βέβαια έχουν συμβεί κατά καιρούς διάφορα διασκεδαστικά επεισόδια. Παρουσίαζαν πριν μερικά χρόνια τη νεότατη ελληνική ποίηση σε μια ξένη πρωτεύουσα. Είχαν σταλεί άνθρωποι που ούτε έναν καλό στίχο δεν βρίσκεις στα βιβλία τους. Κάποιος ξένος ακροατής αντέδρασε: «Δεν μπορεί» είπε «να είναι αυτές οι ανοησίες ελληνική ποίηση. Είτε στέρεψε ξαφνικά από ποιητές αυτή η κατεξοχήν χώρα της ποίησης, είτε δεν φέρατε εδώ τους πραγματικούς ποιητές». Τότε, για να περισώσει ό,τι μπορούσε κάποιος αρμόδιος, βγήκε και είπε το ψέμμα ότι «προσκλήθηκαν κι άλλοι ποιητές αλλά δεν θέλησαν να έρθουν. Εν τούτοις θα σας διαβάσουμε ποιήματά τους». Τότε διάβασαν ποιήματα δικά μου και του Χριστιανόπουλου. Οι άχρηστοι.
-Είναι οι ξένοι λοιπόν που σε καλούν στο εξωτερικό. Όμως στο εσωτερικό;
-Μα και μέσα στην Ελλάδα τα ίδια κάνουν. Με κάλεσαν στους Δελφούς σε «παγκόσμια ποιητική συνάντηση» πριν τρία χρόνια. (Με καλούν πότε-πότε για να μην αντιδράσουν κάποιοι που είναι φανατικοί με το έργο μου). Όμως κοίτα τι έκαναν. Από τους έλληνες ποιητές (ανακαλύπτω έκπληκτος εκεί, όταν μου έδωσαν το πρόγραμμα), θα διάβαζαν ποιήματά τους μόνο αυτοί που ήσαν από εξήντα χρόνων και πάνω. Κάποια στιγμή, σε μια συζήτηση, πήρα το λόγο. Μίλησα με δυο ποιήματα. Αυτά που είπα άρεσαν πολύ. Ο ρώσος ποιητής Βοσνισένσκι, (όπως κι άλλοι πολλοί) με πλησίασε μετά το πέρας της συζήτησης κα με συνεχάρη. Με ρώτησε δε «πώς και δεν διάβασα εγώ ποιήματά μου. Του είπα για το όριο ηλικίας. Γέλασε. «Μα είναι δυνατόν;» Είπε. Αλλά θα δεις τι θα κάνω. Θα ζητήσω ένα δεκάλεπτο για να μιλήσω και θα το δώσω σε σένα». Ο Βοσνισένσκι αρρώστησε. Έφυγε ξαφνικά κι έτσι δεν χαρήκαμε αυτή την πλάκα.
-Γιάννη, τρεις μήνες για έναν ποιητή είναι πολύς καιρός πιστεύω, για να γνωρίσει τα υπέρ και τα κατά μιας χώρας, ενός λαού. Τι λοιπόν σε γοήτευσε στη Γερμανία; Τι σε πλήγωσε; Πες μας. Εμένα μου τα έχεις ήδη πει, αλλά πες τα για τους αναγνώστες μας.
-Δεν μου αρέσει να προστρέχω σε πολυχρησιμοποιημένες εκφράσεις, όμως δεν μπόρεσα να ξεφύγω μέσα στους τρεις αυτούς μήνες, από τον παγκοσμίως γνωστό στίχο του Σεφέρη «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Γιατί πρώτον, αν εξαιρέσουμε τον ωραιότατο τόπο της Γερμανίας, ανάμεσα στις Άλπεις και στο Μόναχο, η υπόλοιπη Γερμανία είναι όλη σχεδόν επίπεδη και πληκτική. Τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Αντιθέτως η Ελλάδα, (αυτή η κατεξοχήν ορεινή και θαλασσινή χώρα), είναι απ’ τη μια της άκρη ως την άλλη πανέμορφη. Είναι μια ομορφιά που δεν την αντέχει κανείς μόνος. Πρέπει να τη μοιραστεί οπωσδήποτε με άλλους. Κι εδώ, σ’ αυτή την ανάγκη να μοιραστείς αυτή η ομορφιά με άλλους για να την αντέξεις, εδώ έχει τις ρίζες του όλος αυτός ο πολύμορφος εκφραστικός πλούτος των Ελλήνων. Πρέπει να μιλήσουν, πρέπει να εκφραστούν, με τραγούδια, ποιήματα, ζωγραφιές, αγάλματα, κτήρια, μύθους, σοφίσματα, ιστορίες, παραμύθια, θεατρικές παραστάσεις, χρησμούς, ύμνους, αθλήματα, τελετές. Κι ενώ σε πληγώνει η Ελλάδα από τη μια με το να μην βρίσκεις πουθενά αυτό το φυσικό κάλλος της, σε πληγώνει από την άλλη που σε καμμιά χώρα της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης δεν συναντάς το σημερινό διεφθαρμένο πολιτικοκοινωνικό σύστημά της, αυτό που εκβαρβάρισε πλήρως τον λαό της κι έκαμε τον πανέμορφο τόπο της έναν απέραντο σκουπιδότοπο.
-Δεν έπρεπε να αντισταθεί ο λαός σ’ αυτό το κακούργημα; Κι εντέλει, χάθηκε κάθε ελπίδα;
-Πολλές φορές μέσα στην χιλιάδων χρόνων ύπαρξη του ελληνικού έθνους κινδύνεψε ο λαός να εκβαρβαριστεί. Μα έχοντας απέναντί του έναν ορατό και συγκεκριμένο εχθρό, μπόρεσε πάντα να τον πολεμήσει. Σήμερα ο εχθρός είναι αόρατος, χωρίς πρόσωπο, πολυδύναμος. Ο εχθρός αυτή τη φορά είχε τα μέσα να χρησιμοποιήσει μεθόδους που υπερβαίνουν για έναν λαό κάθε προβλεπτικότητα και κάθε δυνατότητα προφύλαξης. Τον λαό πια τον σκοτώνουν μέσα στον ύπνο του. Δεν έχει ούτε καν τη δυνατότητα να πει σαν τον ομηρικό ήρωα «σκότωσέ με, αλλά μέσα στο φως». (Ο Άρης σκόρπισε γύρω του μια σκοτεινή νεφέλη και σκότωνε τους έλληνες χωρίς να μπορούν να τον δουν. Τότε ένας έλληνας τού φώναξε, «σκότωσέ με αλλά όχι κρυμμένος, μα μέσα στο φως, παλικαρίσια, να σε βλέπω, να μπορέσω να σε πολεμήσω κι εγώ κι ας είσαι θεός».)
Ρωτάς αν υπάρχει ελπίδα; Τι μας έχει απομείνει; Να φτάσεις στο ερωτικό εκείνο επίπεδο, «αν μεν η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει», ώστε να είναι για σένα χαρά το να παραμένεις πεισματικά αληθινός. Αν παραμένεις αληθινός, τότε μπροστά στην προκλητικότητα που δημιουργούν τα λόγια και οι πράξεις ενός αληθινού ανθρώπου, ο εχθρός αναγκάζεται να αποκαλυφθεί, να συγκεκριμενοποιηθεί, να πάρει πρόσωπο κι όνομα. Κι ακόμα απέμεινε τούτο: Να μην μένεις στα μετόπισθεν, στην προσωρινή ασφάλεια, αφήνοντας μόνους τους γενναίους στην πρώτη γραμμή. Αν πας με τους γενναίους στην πρώτη γραμμή και δεν τους αφήσεις μόνους τους, θα έχεις τη χαρά ότι γνώρισες το πρόσωπο του εχθρού κ’ είναι πολύ πιθανό να πάρεις ως βραβείο τη νίκη. Μπράβο στα ιταλικά ο έπαινος. Μπρέιβ στα αγγλικά ο γενναίος. Κοίταξε που φτάνουν οι φλέβες της ζωντανής γλώσσας.
-Γιάννη πες μου συγκεκριμένες αρετές του γερμανικού πολιτικοκοινωνικού συστήματος.
1. Πουθενά ξένες πινακίδες. Τα έργα στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, παντού, μεταγλωττισμένα στα γερμανικά, ώστε να προστατευτεί η εθνική τους γλώσσα.
2. Ο ταξιτζής θα σε πάρει και τρέχοντας στην αριστερή λωρίδα θα σε πάει στον προορισμό σου, αντίθετα με τον εδώ ταξιτζή που όταν κάποτε τον βρεις, θ’ αρχίσει να ψάχνει για πελάτη (σα να μην είσαι πελάτης εσύ), στην δεξιά λωρίδα, πίσω από τα αστικά, κι όταν τον βρει (τον πελάτη) αρχίζουν τα παζάρια για το πού θα σε κατεβάσει, ώστε, αν τύχει και ξεμπερδέψεις χωρίς τσακωμό να είσαι έτσι κι αλλιώς ένα κουρέλι, ακατάλληλος για όποιο ραντεβού και κατάλληλος μόνο για το νοσοκομείο.
3. Στο γερμανικό σχολείο το παιδί μυείται στην αγάπη προς τη γνώση και στην τέχνη του ζην. Δεν υπάρχουν φροντιστήρια. Το παιδί παιδαγωγείται παίζοντας. Ενώ εδώ το παιδί, γίνεται μια αποθήκη γνώσεων. Πλήθος αμέτρητων, άχρηστων, κακοδιατυπωμένων γνώσεων, που καταστρέφουν τον εγκέφαλο του παιδιού, καταστρέφουν την αγάπη του για τη γνώση, καταστρέφουν κάθε όρεξη για ζωή. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που, για όποιον βλέπει, αποτελεί στην πραγματικότητα μια «Εταιρία δολοφόνων της ελληνικής νεολαίας». Και τί να σου κάνουν πέντε φιλότιμοι καθηγητές όταν οι ηλίθιοι γονείς δεν ξέρουν καν τι συμβαίνει ώστε να αναρωτηθούν: Με ποιο δικαίωμα αποφασίζουν για την εξόντωση των παιδιών μας άνθρωποι που τα δικά τους παιδιά τα έχουν στα κολέγια της Ελβετίας και της Αγγλίας;
4. Μπορείς να περπατάς μόνος στο κέντρο του Μονάχου στις τρεις τη νύχτα χωρίς να κινδυνεύεις να σε μαχαιρώσουν. Θα σε σταματήσει ίσως η αστυνομία. Ευγενικά. Για να εξακριβώσει τα στοιχεία σου (τα οποία αν δεν τα έχεις μαζί σου τα έχει αυτή) κι όχι για να σε τραβήξει στο τμήμα να σε δείρει και να σε γαμήσει.
5. Το τραίνο, το τραμ, το λεωφορείο θα είναι στη στάση στις εφτά και τριάντα ένα, στις πέντε και σαράντα εννιά. Πάντα.
6. Ο τροχονόμος που θα σταματήσει τον παραβάτη αξιωματούχο δεν θα δεχθεί απειλές αλλά συγχαρητήρια, από τον ίδιο τον παραβάτη αξιωματούχο, ο οποίος βεβαίως, αν και, από λάθος εκτίμηση ή αφηρημάδα έκανε την παράβαση, εντούτοις θα πληρώσει το πρόστιμό του. Είναι να ξερνάς όταν σου τύχει ν’ ακούσεις τι λέει και τι κάνει στην παρόμοια περίπτωση ο εκβαρβαρισμένος νεοέλλην αξιωματούχος. Απειλεί είτε δείχνει τα χαρτιά του όπου είναι καταγραμμένη η ιδιαιτερότητά του, μιλά για τις γνωριμίες του, εκλιπαρεί να του φερθούν ως ν’ αποτελεί εξαίρεση, ο γελοιωδέστατος.
7. Κανείς δεν πετά το παραμικρό σκουπίδι. Αν το κάνει, ο πρώτος πολίτης που θα τον δει, θα αντιδράσει. Κι ο παραβάτης θα συμμορφωθεί, γιατί ο πολίτης που υπερασπίζει το νόμο και το περιβάλλον έχει πίσω του με το μέρος του ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό. Το κράτος δεν θα πάει με τον παραβάτη όπως γίνεται στην Ελλάδα, αλλά με τον διαμαρτυρόμενο πολίτη. Δηλαδή, βλέπεις ότι στο σύστημα αυτό εφαρμόζεται εκείνο που λέγει ο Ηράκλειτος: «Οι πολίτες πρέπει να μάχονται για την τήρηση των νόμων με μεγαλύτερο πείσμα από αυτό που χρειάζεται όταν μάχονται για την υπεράσπιση των τειχών της πόλεως».
Ναι, πάνω απ’ όλα, η εφαρμογή τω νόμων. Αν απαγορεύεται ο φούρνος καπνών βιρτζίνια να στηθεί μέσα σε οικισμό, δεν χρειάζεται να εγκαταλείψεις εσύ το σπίτι σου για τρεις μήνες, για να γλιτώσεις από το εξατμιζόμενο νέφος των δηλητηρίων, ούτε να μαλώνεις με τον γείτονά σου. Το κράτος θα υποχρεώσει τον ιδιοκτήτη να απομακρύνει τον φούρνο, ενώ εσύ θα συνεχίσεις να έχεις καλές σχέσεις με τον γείτονά σου.
Μού συνέβη τέλος αυτή η κακοτυχία. Να βρίσκομαι στη λίμνη του Στάνμπεργκ. Και να ’ναι γεμάτη πουλιά, χιλιάδες πουλιά, πάνω της και γύρω της, με τα έξοχα χρώματά τους, με τις φωνές τους και να μην ακούγεται πουθενά ούτε μια τουφεκιά. Και να βρεθώ δυο μέρες μετά στην Τριχωνίδα. Και να μην έχει ούτε ένα πουλί πάνω της, μια νεκρή λίμνη, μια νεκρή θάλασσα, ενώ γύρω της και στους λόφους κοντά, να γίνεται πόλεμος, να πέφτουν τουφεκιές ανά δευτερόλεπτο. Και να είναι άνθρωποι καθισμένοι γύρω από τραπέζια, να τρώνε τα σουβλάκια τους, να συζητούν και να γελούν χωρίς κανείς ν’ αναρωτιέται: Μα πώς είναι τόσο έρημη αυτή η λίμνη; Και σε τι ζώα ρίχνονται αυτές οι τουφεκιές; Στους ελάχιστους καλογιάννους που έχουν απομείνει;
-Γιάννη να κλείσουμε μ’ ένα ποίημα. Κάποιο που να έγραψες μέσα σ’ αυτούς τους τρεις μήνες στη Γερμανία;
-Πάμε:
Ο ΕΛΙΟΤ ΣΤΑ ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ «Starnbergersee, Hofgarten», είναι λέξεις που συναντάς κατηφορίζοντας την πρώτη απ’ τις πλαγιές αυτού που ο Τόμας Έλιοτ ονόμασε «έρημη χώρα» (The Waste Land). «Εκεί νοιώθεις ελεύθερος», μας λέει, «in the mountains» (στα βουνά). Κ’ ίσως το πλήθος βλέποντας των αλπικών λιμνών μιλά για «ερημιά από καθρέφτες». Και δικαίως θα αναρωτηθεί κανείς: Σε τέτοιους τόπους, πανέμορφους, πού είδε ο ποιητής αυτό που αποκαλεί «έρημη χώρα»;
Αλλού θα μας τη δώσει την απάντηση: «Στα χορικά του βράχου»: «Η έρημος», μας λέει, «δεν βρίσκεται στους νότιους τροπικούς. αλλά μες στην καρδιά του αδερφού σου». Feldafing, (Villa Waldberta), 11 Νοεμβρίου 2000
|
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ, εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» 11-17 Ιουνίου 2004:
Τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο σήμερα ποιητή, κύριε Υφαντή; Γεννιέται κανείς ποιητής ή γίνεται; Εσείς για παράδειγμα, την ποίηση θα μπορούσατε να την αποφύγετε;
Αυτό που κάνει σήμερα έναν άνθρωπο ποιητή είναι το ίδιο εκείνο που τον έκανε ποιητή σ’ όλες τις εποχές:
«Αδυνατούσε να βαδίσει στων ανθρώπων την οδό,
κι έγινε έτσι ένας χορευτής μπρος στο Θεό».
Αλλά αυτή του η αδυναμία, αν κι επιφανειακά μοιάζει να του παρουσιάζεται σε μια ορισμένη ηλικία, είναι σύμφυτη με τον ποιητή, γεννιέται μαζί του. Ναι, γεννιέται κανείς ποιητής. Αν δεν ήταν έτσι, τότε θα γινόντουσαν ποιητές κι όλα του τ’ αδέρφια κι εν πάση περιπτώσει όλοι που μεγάλωσαν μαζί του, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και στο ίδιο περιβάλλον. Και βέβαια, εντέλει δεν θα μπορούσα ν’ αποφύγω την ποίηση, χωρίς ν’ αποφύγω τον ίδιο μου τον εαυτό.
Ευχή ή κατάρα η ποίηση; Προσόν ή κουσούρι;
Αυτός που έχει τα μάτια του κλειστά δεν βλέπει ούτε την ομορφιά ούτε τη φρίκη.
Αυτός που έχει τα μάτια του ανοιχτά δεν μπορεί παρά να βλέπει τόσο την ομορφιά
όσο και τη φρίκη. Ούτε προσόν λοιπόν ούτε κουσούρι. Όσο περισσότερο χαίρεται με
την ομορφιά ο ποιητής, τόσο περισσότερο υποφέρει με τη φρίκη. Διότι όλα
πληρώνονται.
Και διότι πίσω από την φαινομενική ανισότητα, υπάρχει μια υπερακριβής ισότητα
όλων των όντων. Όποιο παίρνει λίγα από τη ζωή, θα επιστρέψει λίγα. Όποιο παίρνει
πολλά θα επιστρέψει πολλά.
Από «Μανθρασπέντα» το 1977 και τους «Μυστικούς της Ανατολής» μέχρι τ’ «Αρχέτυπα» το 2001 και «Το ιδεόγραμμα του φιδιού» το 2003, τι άλλαξε και τι πaρέμεινε αναλλοίωτο, κύριε Υφαντή;
Ο ποιητής άλλαξε εκδότες μα όχι τον εαυτό του. Προστέθηκαν έργα μα η ανάγκη για την ποιότητα παρέμεινε πάντα όχι μια εξωτερική επιταγή αλλά μια βιολογική ανάγκη.
Το κύριο βιογραφικό του ποιητή είναι το έργο του. Όσο για τα βιογραφικά στοιχεία που έπρεπε να δώσω κατά καιρούς, τα κατασκεύασα σύμφωνα με την ανάγκη μου να μιλούν για τον ποιητή κι όχι για εκείνο τον εαυτό μου τον καταγεγραμμένο στην αστυνομία, στη στρατονομία, στην εκκλησία είτε στα μητρώα αρρένων του δήμου στον οποίο ανήκε η εκάστοτε κατοικία μου. Βεβαίως υπάρχει κι ένα έκτακτο βιογραφικό. Διότι σε κάποια εκπομπή στην οποία ήμουν παρών, είδα να με παρουσιάζουν μ’ έναν τρόπο συνηθισμένο που άφηνε έξω τον ποιητή κι έπασχε από πολλή σοβαροφάνεια. Τότε επενέβην (με κέφι) κι έδωσα αμέσως ένα ποιητικό βιογραφικό.
Ο Γιάννης Υφαντής γεννήθηκε σύμφωνα με την επιθυμία του στη Ραΐνα (κοιλάδα της Αιτωλίας) τον Οκτώβρη του 1949……Η ποίησή σας είναι σπουδή στο βιβλίο του Κόσμου;
Ακριβώς, επειδή:
Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί
κι έχει γραφτεί με πράγματα κι όχι με λόγια.
Ένα βιβλίο μόνο έχει γραφτεί
κι έχει γραφτεί από τον Κόσμο με τον Κόσμο για τον Κόσμο.
Ο Κόσμος είναι το βιβλίο του Κόσμου.
………………………….
Γράφω θα πει διαβάζω το βιβλίο του κόσμου…..
« Ένας άντρας τρέχει / τρέχει να προλάβει το αστικό…». Για να γλιτώσουμε από μας γίνονται όλα;
Όχι, αντίθετα. Μα ο συνηθισμένος άνθρωπος ό,τι κάνει το κάνει σχεδόν για να γλιτώσει από τον εαυτό του.
Ο καθρέφτης του Πρωτέα που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1986, έφτασε σήμερα να εκδίδεται από τις εκδόσεις «Άγκυρα» μαζί με ολόκληρο το ποιητικό σας έργο, σ’ έναν τόμο…. Τι είναι σημειολογικά ο καθρέφτης για σας;
Έξοχο σύμβολο κι αντικείμενο μαγικό, αγαπημένο. (Είναι από τις εμμονές μας που δημιουργείται το ύφος μας κ’ είναι από τις επιμονές μας που δημιουργείται η ιδιαιτερότητά μας). Ο καθρέφτης είναι για μένα πολλά. Το χαρτί όπου καθρεφτίζεται ο λόγος–εαυτός μου. Είναι η Μάγια-Ψευδαίσθηση-Αυταπάτη. Η πηγή με το πλήρως γαληνεμένο νερό, το απαραίτητο για την αυτογνωσία μας. Είναι η συνείδηση. Είναι η πλήρης καθαρότητα. Ο άλλος-εγώ· όλα τα άλλα-εγώ. Το κενό-καθρέφτης που μέσα του βλέπω καθρεφτισμένο τον εαυτό μου-σύμπαν.
Με αφορμή την ποιητική σας συλλογή «Μανθρασπέντα», «λέξη-ξόρκι, λέξη-δημιουργός», όντως υπάρχουν λέξεις-ξόρκια;
Όταν για μας λειτουργούν ως ξόρκια, ναι.
Ονόματα «ξόρκια»;
Και πάλι όταν λειτουργούν για μας ως τέτοια, ναι.
Και επί τω προκειμένω, «Υφαντής»;
Έχω την εντύπωση ότι ταυτίζεται κανείς με το όνομά του, όταν κατέχει εκείνο το επίπεδο στο οποίο το όνομα αυτό «λειτουργεί» με όλες του τις σημασίες. Άλλος έχει ξεπεράσει το επίπεδο του ονόματός του, άλλος βρίσκεται σ’ αυτό, άλλος δεν έχει φτάσει στο επίπεδο του ονόματός του. Κάποιος που δεν υφαίνει δεν είναι υφαντής. Οι πρόγονοί μου ύφαιναν, άντρες και γυναίκες. Οι γιαγιές μου, οι θείες μου, η μάννα μου, οι αδερφές μου, ύφαιναν. Για μένα ήταν μια μαγική διαδικασία. Μικρό παιδί πίστευα πως η μάννα μου είναι μάγισσα, μόνο και μόνο βλέποντάς την να υφαίνει και να τραγουδά. Εγώ συνέχισα την υφαντική τέχνη, υφαίνοντας λέξεις και στίχους, κάνοντας ποιήματα.(Και βέβαια υπήρξαν περιπτώσεις που εξαιτίας αυτού κάποιοι με θεώρησαν μάγο, άλλοι με την καλή σημασία της λέξης κι άλλοι με την κακή σημασία της). Εδώ το όνομα αυτό λειτουργεί πια με όλες του τις πρωταρχικές και μεταγενέστερες σημασίες του. Η λέξη υφαντής (και υφαίνω), χρησιμοποιούνται από τον Όμηρο και βέβαια υπάρχουν πριν από τον Όμηρο. Υφαίνω: Υ (κύπελλο, δοχείο), απ’ όπου βγάζω τα υλικά του φαίνω (φανερώνω)· φέρνω τα πράγματα στο φως, ή φέρνω στα πράγματα το φως, κάνω τα πράγματα ορατά, πράγμα που ισούται με την έννοια «τα κάνω να υπάρχουν», τα δημιουργώ. Φάνης το πρωταρχικό ον της Ελληνικής Μυθολογίας. Φάνης, ο φανερωτής, ο αποκαλύπτων. Ιωάννης Υφαντής, Ιωάννης της Αποκάλυψης. Αρχικά σήμαινε τον κατεξοχήν δημιουργό, τον κατεξοχήν άνθρωπο της τέχνης. Textor στα λατινικά ο «υφαντής», με ρίζα στο ελληνικό «τέχνη». Και textile οαργαλειός στα αγγλικά. Ντίχτα ο ποιητής στα γερμανικά και ντόκτορ ο ανώτερος αξιωματούχος των επιστημών και των τεχνών. Ο Μάξ Βέμπερ βεβαίως μεταφράζεται ως μεγάλος υφαντής. Το υφαντό είναι χρησιμότατο ως ένδυμα, κάλυμμα, σκέπασμα ή στρωσίδι. Συνάμα πάνω του υφαίνονται παραμύθια, ποιήματα, ιστορίες, θρύλοι, όλα τα μυθικά ή πραγματικά όντα. Άγιοι της Ανατολής υπήρξαν υφαντές και στην μυθική Ελλάδα θεές, νεράιδες και ηρωίδες επών υφαίνουν. Η ζωή μας είναι το υφαντό της Μοίρας μας. Οι Φαίακες έχουν δυο ασχολίες: Τη ναυτική τέχνη και την υφαντική τέχνη. Η Αράχνη υφαίνει ως αράχνη, αφότου έχασε το στοίχημα που έβαλε με τη θεά Αθηνά. Αλλά και ο Ηλιος, είναι η χρυσή αράχνη, ο υφαντής, για να επιστρέψουμε και πάλι στην έννοια του φανερωτή δια του φωτός και του κατεξοχήν δημιουργού.
Τι κατορθώνει ή επιδιώκει κανείς κεντώντας το δέρμα του διαβόλου;
Αν το δέρμα του διαβόλου είναι το χαρτί, τότε ο ποιητής μπορεί με λέξεις να κεντήσει πάνω του την κακή φύση των ανθρώπων, ώστε βλέποντάς την αυτοί να νοιώσουν αηδία, φρίκη, αποστροφή. Κ’ ίσως τότες επιθυμήσουν να την μετατρέψουν ή να την απαρνηθούν, κινητοποιώντας την καλή τους φύση, η οποία σύμφωνα με τον Έζρα Πάουντ αποτελεί τον παράδεισό μας. A man’ s paradise is his good nature, μας λέει σε κάποιο ποίημά του.
Μέσα από την ποίηση μπορεί ο ποιητής να ακούσει «τη γλώσσα του Θεού».
Η ίδια η ποίηση είναι η γλώσσα του Θεού στο επίπεδο της ανθρώπινης αισθαντικότητας κι αντιληπτικότητας. Όμως δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα καλά την ερώτησή σας. Μπορείτε να την επαναλάβετε με τρόπο διαφορετικό;
Και τελικά το ποίημα πού βρίσκεται, μέσα ή έξω από μας;
Βρίσκεται εκεί που ο καθένας μας το βρίσκει.
Στα «Αρχέτυπα», φωτογραφία, ζωγραφική και ποίηση συνυπάρχουν. «Έφτασα στις συνθέσεις αυτές παίζοντας», γράφετε. Παίζοντας κανείς φτάνει να αφουγκράζεται τον κόσμο;
Ακριβώς. Που σημαίνει επίσης πως μόνο αν αναστήσει κανείς μέσα του το παιδί μπορεί να επικοινωνήσει με το Θαύμα-Κόσμος. «Μόνο αν γίνετε σαν τα παιδιά…», όπως λέγει ο Ιησούς. Κι ο Ηράκλειτος που έπαιζε σαν παιδί με τα παιδιά; Κι ο Αναξαγόρας που ζήτησε να γιορτάζουν τη μνήμη του αφήνοντας εκείνη τη μέρα τα παιδιά ελέυθερα να παίζουυν;
Εν τάξει «τα βιβλία γίνονται μόνα τους», όμως εσείς πώς τα συναντάτε;
Τα συναντώ σε κάθε τους στάδιο. Τα παρατηρώ, τα βοηθώ, με βοηθούν, παίζω μαζί τους. Η πλήρης συνάντηση βεβαίως γίνεται όταν ολοκληρωθούν. Όταν τα ερωτευτώ και μ’ ερωτευτούν.
Αν δεν μένατε στο Αγρίνιο, στο χωριό, οι «συναντήσεις» αυτές θα ήταν δυσκολότερες;
Το πίστευαν και το έλεγαν από τους αρχαίους καιρούς. Ας το πω κι εγώ με τον δικό μου τρόπο: Μόνο κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, στο κέντρο του ορατού και αόρατου σύμπαντος, μέσα στον «κοσμοφόρο αιθέρα», κυκλοφορούν ιδέες τόσο υγιείς που να τις διακατέχει η σφοδρή επιθυμία της ενσάρκωσης σε ποίημα είτε σε βιβλίο. Δηλαδή, μπορεί ο άχρηστος, φλύαρος κι εξυπναδίστικος «φιλολογισμός» να χρειάζεται τις μεγαλουπόλεις. Όμως η καλή μας φύση λειτουργεί καλύτερα μέσα σ’ ένα κόσμο που δεν υπερέβη τα μέτρα ώστε να καταντήσει τερατικός. Και βέβαια είμαι υπέρ της πόλεως και της αγοράς, όμως δυσκολεύομαι πολύ μέσα στην κόλαση της Αττικής η οποία ούτε πόλη είναι ούτε αγορά έχει.
Πείτε μας, πως είναι η ζωή σας;
Το περισσότερο είμαι ενθουσιασμένος, «μαγεμένος», τόσο από τα μεγάλα όσο κι από τ’ ασήμαντα κι ελάχιστα.
Μα έρχονται ώρες που τα βάσανα ενός γέρου λ.χ. ή ενός εγκαταλειμμένου ζώου, με φέρνουν σε μια κατάσταση που νοιώθω να είμαι ο δυστυχέστερος των ανθρώπων. Κυρίως όταν όλοι οι δρόμοι προς τη βοήθεια, ακόμα κι αυτή μου η αυτοθυσία, βρίσκω πως είναι κλειστοί.
Ναι, η ζωή μου. Έχω την αίσθηση, ότι δεν είναι μόνο η ζωή «μου». Είμαι ο ταύρος και η αγελάδα που μουκανίζουν δυνατά μέσα στην ερωτική τους έκσταση. Είμαι το τριαντάφυλλο κι ο καταρράχτης. Είμαι το ζώο που το ανασκελώνουν κι ενώ το σφάζουν τινάζει και κουνά τα πόδια του στον αέρα προσπαθώντας απελπισμένα κάπου να στηριχτεί και να ξεφύγει. Αλλά ματαίως. Ακόμα κι ο ουρανός γίνεται γλιστερός σαν το γυαλί πάνω από τα πόδια του. Συνοψίζοντας, η ζωή μου περιλαμβάνει (στο βαθμό που η συνειδησή μου τη χωρεί) και τη ζωή όλων των όντων, τη μακαριότητά τους, την ενοχή τους, την πείνα τους, το χορτασμό τους, το φόβο τους, την ηδονή τους και την οδύνη τους. Ναι, ζω απλά, όπως ο καθένας, μα, είμαι κι ο νικημένος που τον βασανίζουν.
Όλα σας τα βιβλία –λέτε- είναι αδέρφια της δεκαπεντάχρονης κόρης σας Αριάδνης. Όχι τυχαία Αριάδνη υποθέτω. Αυτή η Αριάδνη, η Αριάδνη σας, από ποιο λαβύρινθο σας έβγαλε;
Τα πρόσωπα και πράγματα που μ’ έβγαλαν από τον λαβύρινθο της μίζερης εφηβείας λ.χ. ή από άλλους λαβυρίνθους είναι πολλά: Ποιητές, φίλοι, φίλες, τόποι, μουσικές, σύμβολα. Αυτά όλα, όταν γεννήθηκε η κόρη μου, έμοιαζε να έχουν συγκεντρωθεί σ’ ένα πρόσωπο και μπορούσαν πια να πάρουν το όνομα που τους άξιζε και που το είχε κάποτε η θαυμάσια πριγκήπισσα της Κνωσσού Αριάδνη. Το «Αριάδνη», το πιο ποιητικό ίσως όνομα της ελληνικής γλώσσας, και τόσο αδικημένο συνάμα, όπως και τόσα άλλα ονόματα, λόγω χριστιανισμού, ταιριάζει, στην περίπτωση της κόρης μου και με το επώνυμό μου κι επώνυμό της, αφού το νήμα και το κουβάρι ανήκουν στην υφαντική τέχνη. Εντέλει, η Αριάδνη είτε ως κόρη μου, είτε ως μυθικό πρόσωπο, κρατώντας το κουβάρι του ήλιου, με βγάζει ξανά και ξανά από το χάος προς τον συγκεκριμένο κόσμο και τη ζωή.
Η ποίηση;
Η ποίηση είναι αυτό που λέω και αλλού. Είναι ξόρκια και παραμύθια. Παραμύθια ειπωμένα με ρυθμό. Παραμύθια και παραμυθία (παρηγοριά).
Επάνω σε ποιους δασκάλους σας πατήσατε, και τι είναι αυτό που αν χρειαστεί λέτε «παρηγοριά σας».
Είναι τόσοι πολλοί (με σημαντικότερους τον Όμηρο, τον Ηράκλειτο, τον Αναξίμανδρο, τον Ηρόδοτο, τον Βιάσα, τους Ταοϊστές της Κίνας και τους Ζεν της Ιαπωνίας, τον Ιησού κι όλους τους μυθογράφους του κόσμου, τους παραμυθάδες, όπως αυτούς που έκαμαν τις Χίλιες και Μία Νύχτες, τον Ντάντε, τον Έλιοτ, τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Ρεμπώ, τον Νίτσε, τον Μπόρχες, όλους τους μεγάλους Νεοέλληνες ποιητές, όπως και τους αρχαίους, Ησίοδο, Σαπφώ και Μελέαγρο). Είναι τόσοι πολλοί και συνάμα ένας, ο Κανένας, το Αιώνιο Ποιητικό Πνεύμα. Ε ναι αυτό είναι η παρηγοριά μου. Το Αιώνιο Ποιητικό Πνεύμα που ζει μέσω των ποιητών και οι ποιητές που ζουν μέσω αυτού.
Φοβάστε κάτι, κύριε Υφαντή;
Ναι, τον άνθρωπο, τον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου και γενικότερα ολόκληρης της πλανητικής ζωής.
Η ποίηση νικά τον χρόνο, τον εαυτό μας, τον θάνατο, τον φόνο, τη λήθη…Τι;
Γιατί άραγε οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν τόση μεγάλη σημασία στη δόξα και πως την εννοούσαν; Νομίζω ότι με τον όρο δόξα εννοούσαν, αυτό που μπορεί να μείνει ως θετική ενέργεια πολύ μετά την διάλυση της φυσικής μας ύπαρξης, κυκλοφορώντας και δυναμώνοντας τη ζωή. Και βέβαια το ποιητικό έργο είναι μια πολύ συγκεκριμένη μορφή θετικής ενέργειας. Σκεφτείτε τον Όμηρο. Ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια, να μ’ ευφραίνει, να μου δίνει δύναμη, να με γιατρεύει, να με παρηγορεί. Να μιλώ μαζί του τόσο καλά όσο με κανέναν ίσως από τους ζωντανούς.
Και το μυστήριο της ζωής πως προσεγγίζεται; Με αθωότητα; Με γνώση;
Και με τα δυο, αλλά προπάντων με αυτή τη «μυστήρια» επιθυμία της ζωής για ζωή.
Ο ποιητής ζει τελικά στον «Ναό του Κόσμου»;
Ναι και μάλιστα κατέχοντας το αξίωμα του αρχιερέως, πράγμα που συμβαίνει βεβαίως και μ’ όλα τα άλλα όντα.
«Τέλος δεν έχει ο κόσμος ούτε αρχή…»
Χρέος μας ή το μερίδιο της συμμετοχής μας στη δημιουργία;
Το δεύτερο. Εκτός και με τον όρο χρέος εννοούμε όχι τις έξωθεν ηθικές επιταγές, αλλά τη δική μας ανάγκη για έκφραση, ώστε να μοιραστούμε με τους άλλους αυτό που δεν αντέχουμε μόνοι μας, δηλαδή «την ομορφιά ή τη φρίκη που διαβάζουμε στο βιβλίο του Κόσμου».
Πάντa εδώ:
Δεν υπάρχει θέμα….πάντα εδώ».
Εντέλει τίποτα δεν χάνεται, κύριε Υφαντή; Κι εμείς μέσα από το θεϊκό παρόν, πανταχού και πάντοτε παρόντες;
Το είπατε πολύ ωραία. Μα να συμπληρώσω: Στη μουσική του «Χριστός ανέστη», που τα λόγια του τα γνωρίζετε, εγώ διακρίνω μια χαρμολύπη. Λύπη γιατί το πρόσωπο του Ιησού εξαφανίστηκε για πάντα. (Οι εμφανίσεις του δεν είναι σαρκικές. Μου θυμίζουν τα «είδωλα καμόντων» που συνάντησε ο Οδυσσέας στον Άδη). Και συνάμα διακρίνω μια χαρά, γιατί, ο για πάντα νεκρός ως συγκεκριμένο πρόσωπο Ιησούς (κι ο καθένας μας), υπάρχει από την άλλη «αναστημένος» μέσα στα πάντα.